Περιγραφή Ένα σημαντικό βιβλίο για τον αμπελώνα και τις γηγενείς ποικιλίες της Κρήτης, η πρώτη κρητική αμπελογραφία, γραμμένη στην αγγλική γλώσσα.
Οι κρητικές ποικιλίες αμπέλου παρουσιάζονται ολοκληρωμένα για πρώτη φορά, και το βιβλίο αυτό έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό στη διεθνή βιβλιογραφία, ιδιαίτερα μετά την επιτυχημένη πορεία των κρητικών οίνων σε ολόκληρο τον κόσμο και το συνακόλουθα αυξημένο ενδιαφέρον των ξένων να γνωρίσουν τις ποικιλίες αυτές. Στην Εισαγωγή δίδονται ενδιαφέροντα στοιχεία για την ιστορία, την οργάνωση και τη δομή, την έκταση, την παραγωγή αμπελουργικών προϊόντων και τη συμβολή του κρητικού αμπελώνα στη διαμόρφωση της αισθητικής του αγροτικού τοπίου, την οικονομία και τον πολιτισμό της Κρήτης. Σημαντικό τμήμα της Εισαγωγής αφιερώνεται στη συγκριτική ονοματολογία και την αντιστοίχιση των ονομάτων των ποικιλιών, όπως καταγράφονται από τον 14ο αιώνα, με τις σημερινές ποικιλίες. Από την παράθεση των αναλυτικών περιγραφών των συστημάτων μόρφωσης και υποστύλωσης των αμπελώνων, που επικράτησαν από το μεσοπόλεμο και μετά, αντλούνται σημαντικές πληροφορίες για την αμπελοκομική τεχνική και τη σταδιακή μετάβαση από τον κρητικό παραδοσιακό αμπελώνα της περιόδου 1920-1950 στους γραμμικούς αμπελώνες που, από τη δεκαετία του 1970, εξαπλώθηκαν ταχύτατα και συνδυάστηκαν με την εισαγωγή ξενικών, κυρίως γαλλικών ποικιλιών αμπέλου. Ακολουθεί η Αμπελογραφία των κρητικών ποικιλιών. Οι συγγραφείς διευκρινίζουν εξ αρχής ποιες θεωρούν κρητικές ποικιλίες. Αναφέρουν: «Στην παρούσα έκδοση ως Κρητικές ποικιλίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες τεκμηριώνεται ή αναφέρεται ότι καλλιεργούνταν στην Κρήτη τουλάχιστον από τον 11ο μ.Χ. αιώνα, ανεξάρτητα της περιοχής προέλευσης τους». Παρουσιάζονται 36+2 κρητικές ποικιλίες αμπέλου: Αθήρι, Αθήρι μαύρο, Ακίκι, Ακομινάτο, Αχλάδι, Βαλαΐτης, Βιδιανό, Βιλάνα, Βοϊδομάτης, Γαϊδουριά, Γέμηρα, Δαφνάτο, Δαφνί, Δερματάς, Διμηνίτης, Εφτάκοιλο, Θράψα, Θραψαθήρι, Κατσανό, Κοτσιφάλι, Λαδικινό, Λαγόρθι, Λιάτικο, Μελισσάκι, Μοσχάτο Σπίνας/Μάζας, Μανδηλαριά, Μυγδάλι, Πετραχλάδι, Πλατάνι, Πλυτό, Ρωμέικο, Συρίκι, Ταχτάς, Τσαρδάνα, Τσιλορές, Σουλτανίνα, Ραζακί. Για κάθε ποικιλία δίδεται η ιστορία και η προέλευσή της, η πλήρης αμπελογραφική περιγραφή, οι καλλιεργητικές ιδιότητες και οι ποιοτικοί χαρακτήρες των σταφυλιών, του γλεύκους και των αμπελουργικών προϊόντων, καθώς και φωτογραφίες της νεαρής βλάστησης, του φύλλου και της σταφυλής. Επίσης παρουσιάζονται τα νεότερα ερευνητικά δεδομένα από τη χρήση των μεθόδων της αμπελογραφικής περιγραφής και των μοριακών δεικτών για τη γενετική συγγένεια των κρητικών ποικιλιών, αφενός μεταξύ τους και αφετέρου με άλλες ελληνικές και ξένες ποικιλίες. Η εκτενής δε αναφορά στην ετυμολόγηση του ονόματος κάθε ποικιλίας έχει όχι μόνο επιστημονικό αλλά και λογοτεχνικό/λαογραφικό ενδιαφέρον. Στο Παράρτημα, περιλαμβάνονται το «Σουλτανί αμπέλι» και το «Ραζακί σταφύλι», ονόματα που επικράτησαν στην Κρήτη για τη Σουλτανίνα και το Ραζακί, δύο εμβληματικές ποικιλίες αμπέλου που συνδέθηκαν στενά με τον κρητικό αμπελουργό, καθώς και σύντομη αλλά περιεκτική αναφορά στον Κρητικό Μαλβαζία, τον περίφημο κρητικό οίνο που κυριάρχησε στο ευρωπαϊκό οινεμπόριο για τέσσερις αιώνες και που, 700 περίπου χρόνια μετά την πρώτη παραγωγή του στην Κρήτη, προκαλεί ακόμη τεράστιο ενδιαφέρον σε αμπελογράφους, αμπελουργούς, οινοποιούς, ιστορικούς.