Περιγραφή ΕΙΔΥΛΛΙΟ Νρ.17(«Του Βάκχου») 14-11-2017 Έργο 31 αρ. 42Πομπές νυμφαϊκές και σατύριεςΣτα βακχικά ιντερλούδιαΠοιμενικών Μουσών, με ενέπνευσαν,Και είδα τα του Μαρσύα πρόκαιραΣτον θάνατό του,Και το της ερωμένης του λαμέντο,Φυλλίδας. ΦΥΛΛΙΣ: Που κλαίω σε, Μαρσύα,Που καταριέμαι την κρίση του Πανός!ΠΑΝ: Μην, νύμφα, εμένα ψέγεις!ΦΥΛΛΙΣ: Να τιναχτούν τα μάτια σουΚαι να σε δηώσουν Σειληνοί!ΠΑΝ: Μην τον πατέρα μου φονιά θέλεις, Σειληνό!ΒΑΚΧΟΣ: Και φέρω τις αβρότερες βοσκές μου,Τις απολλώνια αδερφικές μου ΜούσεςΜε τον διθύραμβο να κρούσουν, κι οι υλακέςΝα καταστούν: όχι περίλυπες. -Και θετικά γαληνικές! ΦΥΛΛΙΣ: Η χλωρασιά του εξοχικού σου αρχαϊσμούΩ, Βάκχε! Στον Μαρσύα σου, ο Πάνας του: ο προδίδων!ΒΑΚΧΟΣ: Κατευναστής αν ήρθα εγώ, κι οι αδέρφιες σε μένα Μούσες,Φέρω, απολλώνια, το ηλιόφως! Τέτοιος υπήρξα, τέτοιος υπάρχω!Άσε, εμπιστεύσου με, τον Βάκχο!Παίρνω τον Πάνα, νύμφη, να βοσκήσειςΚαι την κατσίκα του φροντίσεις!Δώσε έλεος, και διθυραμβικάΣχώρνα, ελέησε. - Τυπικά!(Αφού και σένα εγώ άρχω!) ΧΟΡΟΣ ΜΟΥΣΩΝ: Να! Ο Απόλλων φτάνει - εμπρός!Αυτός ας είν’ του ελέους ο βοηθός!Κι έτσι, που γίδα γίνεται ως αμνός,Και τ’ αγριοκάτσικο: δαμάλι!