Περιγραφή «Τα βράδια πετάνε σαν βράδια. Μυρίζουν τη βροχή όλων των αιώνων κι ανασηκώνουν τους ώμους. Αναρωτιέμαι αν θα την ξαναδώ κι αν θα είμαι αναγνωρίσιμος. Δεν φοβάμαι το σκοτάδι. Το επαναλαμβάνω εκατό φορές. Κάνω τον σταυρό μου καλλιτεχνικά, όπως άλλοι σφαγιάζονται για πολύ πιο ασήμαντες αφορμές. Απ’ το βράδυ ως το πρωί παίζω το παλιό μας παιχνίδι “Ονειρεύομαι-με-την-κοιλιά-γεμάτη”.Καταστρώνω σχέδια ονειρικά. Επαναστατώ πιo ώριμα από κάθε άλλη φορά. Νιώθω σίγουρος και σε εγρήγορση. Αρκεί να πέσει κάτω ένα φύλλο για να ξημερώσει. Τα μάτια μου σιγοβράζουν. Αυτός ο ύπνος καμιά φορά ονομάζεται θλίψη».Χελωνόμορφα τέρατα στην Αμοργό κι αλλόκοτοι καθηγητές γλωσσολογίας σ’ αόρατες ανεμόσκαλες, παρανοϊκοί στρατηγοί-περφόρμερ και μοναχοί-Δον Χουάν, τσακισμένοι από έρωτα αναχωρητές και πόλεις-φαντάσματα, συνοριακοί βαρκάρηδες και γοργόνες, καθεστωτικοί ψυχίατροι κι αποσυνάγωγοι πολιτικάντηδες, ανεξήγητες επιδημίες μ’ άσπρα λουλούδια-γύπες, σκύλους-πρόβατα και βουλευτές-κομπρεσέρ – και συγγραφείς, πολλοί συγγραφείς.