Φάνος Δυμιώτης, Νονέτο: Για 2 φλάουτα, 2 όμποε, 2 κλαρινέτα, 2 φαγκότα και πιάνο
Εκδόσεις: Κέντρο Ελληνικής Μουσικής Έτος τρέχουσας έκδοσης: 2015 ISBN: Διαθεσιμότητα: Κυκλοφορεί Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο Σχήμα: 31χ24 Σελίδες: 48
Περιγραφή Εισαγωγικό σημείωμα Ο ιδιοφυής Κύπριος βιολιστής και συνθέτης Φάνος Δυμιώτης (1965-2007) τελείωσε την σύνθεση του Νονέτου για 2 φλάουτα, 2 όμποε, 2 κλαρινέτα, 2 φαγκότα και πιάνο στις 20 Ιανουαρίου του 1986, όντας προπτυχιακός φοιτητής στο Κολέγιο Trinity Hall του Κέιμπριτζ. Πήρε το πτυχίο του τον Ιούνιο του ίδιου έτους (με μία εξαιρετικά σπάνια διπλή ύψιστη διάκριση), και εν συνεχεία παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στην σύνθεση (από τον Σεπτέμβριο 1986 ώς τον Αύγουστο 1987) στο ίδιο το Trinity Hall College, και μετά στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον, που το Νοέμβριο του 1995 τού απένειμε διδακτορικό δίπλωμα. Ο Δυμιώτης αναγνωριζόταν ως αξιόλογος συνθέτης πολύ πριν αρχίσει ειδικές σπουδές στην σύνθεση. Σε μία συνέντευξη που έδωσε στην Λευκωσία το 1997 (Ο Φιλελεύθερος, 29 Ιουνίου), ο Δυμιώτης παρατήρησε πως είχε αλλάξει πολλά ύφη και πως πρόσφατα η μουσική του γινόταν όλο και "πιο προσιτή, δηλαδή εύκολη στο ευρύ κοινό." Στο Νονέτο, η τάση αυτή δεν είναι ακόμη ορατή? η μουσική είναι αποτέλεσμα εκλεπτυσμένων τεχνικών. Το εξέχον χαρακτηριστικό του έργου είναι η μιμητική αντίστιξη. Έχουμε εδώ έναν νέο συνθέτη με ταχύ, οξύ και φωτεινό μυαλό που παίζει, εφαρμόζοντας σε έναν περιορισμένο αριθμό σύντομων μελωδικών μοτίβων, μεγάλο πλούτο μιμητικών αντιστικτικών τεχνασμάτων. Το αποτέλεσμα είναι μουσική ζωηρής ενεργητικότητας και αυστηρής συνοχής. Η εναρκτήρια φράση του πρώτου κλαρινέτου, χρησιμοποιεί έντεκα από τις νότες της χρωματικής κλίμακας και ενσωματώνει τα βασικά μελωδικά μοτίβα τού έργου, όπως και την αρμονική του υπόσταση. (Δεν πρόκειται για σειραϊκή σύνθεση, αλλά για δάνεια από σειραϊκά έργα του Άλμπαν Μπεργκ.) Τα μοτίβα εξελίσσονται με μεγάλη ποικιλία μιμητικών τεχνικών σε πυκνή διαδοχή ή/και ταυτόχρονα, ανάμεσα στα ζεύγη των πνευστών οργάνων, ανάμεσα στα όργανα κάθε ζεύγους, ανάμεσα στις "φωνές" του πιάνου, και ανάμεσα σε άλλους συνδυασμούς ομαδοποιήσεων (κάποιοι από τους οποίους εμφανίζονται στην οκτάμετρη έκθεση, που καταλήγει σε ένα δυνατό σολ (τη νότα που λείπει από την αρχική "σειρά"). Η πυκνότητα της μιμητικής αντίστιξης ενός περιορισμένου αριθμού σύντομων και ευδιάκριτων μοτίβων παράγει μουσική ρευστή και διάφανη που κινείται γοργά. Η μικρογραφική ποιότητα του μουσικού χρόνου από τον συνδυασμό αυτόν συνειδητοποιείται όταν στα μέτρα 49-53 ένα κορυφωματικό ομοφωνικό σφυροκόπημα στη νότα σολ αναχαιτίζει για μια στιγμή την αντίστιξη. Η αντίστιξη καθορίζει όντως την μορφή του έργου, επιτυγχάνοντας μία σταυροειδή, ή δισδιάστατη, συμμετρία: η αίσθηση της συμμετρίας σε οριζόντιο άξονα δημιουργείται από τις πολυάριθμες μελωδικές αναστροφές, ενώ η απόλυτη συμμετρία σε έναν κάθετο άξονα αναδεικνύεται με την "επανέκθεση" στα μέτρα 148-152, η οποία συνίσταται στα πέντε αρχικά μέτρα του έργου σε ακριβή ανάδρομη κίνηση σε όλα τα όργανα. Ακολουθούν τέσσερα πτωτικά μέτρα, όπου επαναλαμβάνονται οι νότες λα-μι-σολ#, που αποτελούν το πρώτο μοτίβο του έργου και την αρμονική του υπόσταση, και το Νονέτο σβήνει με ένα μακρύ, κρατημένο σολ#. Καίτη Ρωμανού Introductory Note The brilliant Cypriot violinist and composer Phanos Dymiotis (1965-2007) completed the composition of his Nonet for 2 flutes, 2 oboes, 2 clarinets, 2 bassoons and piano on 20th January 1986, while an undergraduate at Trinity Hall College, Cambridge. He received a Bachelor of Arts degree (with an exceptional double first class honours) in June of the same year, and subsequently attended postgraduate courses in composition, first at Trinity Hall (September 1986 - August 1987) and then at Princeton University, which granted him a PhD degree in November 1995. Dymiotis had been acknowledged as an important composer long before he "officially" studied composition. In an interview given in Nicosia in 1997 (O Phileleutheros, 29 June), Dymiotis said that his music was gradually becoming more approachable to a wide public. In the Nonet this trend is not yet discernible this is music applying sophisticated techniques. The outstanding characteristic of the work is imitative counterpoint: we have here a twenty-one-year-old composer with a fast, sharp and luminous brain, playing with a wealth of canonical contrapuntal devices upon a limited number of short melodic motives. The effect is music of high-spirited vitality and perfect cohesion. The opening phrase, sung by the first clarinet, uses eleven notes of the chromatic scale and incorporates the basic melodic motives, as well as the harmonic substance of the entire work. (The work is not serially treated but borrows these qualities from Alban Berg's serialism.) The motives are developed with a rich variety of contrapuntal imitative devices, in a dense succession and/or simultaneity, between the pairs of the wind instruments, between the instruments of each pair, between the piano parts, and between other grouping combinations, some of which are shown in the eight-measure exposition, ending with a loud G (the note "missing" from the initial row). The density of the imitative counterpoint of a restricted number of short and distinct motives results in music that is fluid, transparent and fast-moving. The resulting micrographic quality of musical time is realised when, in measures 49-53, a climactic homophonic massive hammering on G blocks counterpoint for an instant. Indeed, counterpoint determines the work's form, achieving a cruciform, or bidimensional, symmetry: the feeling of symmetry on a horizontal axis is produced by the numerous melodic inversions, while absolute symmetry on a vertical axis emerges in the "recapitulation" in measures 148-152, consisting of the work's five initial measures reproduced in a strict retrograde in all voices. Four cadential measures close the work, repeating the notes A-E-G# that constitute the work's first motive and its harmonic substance, and ending on a long G#. Katy Romanou