Από μικρή η Νανά είχε πιάσει το νόημα της ζωής. Ήξερε πως αυτό που έκρυβε μέσα στα σκέλια της ήτανε όλη της η περιουσία, το μεγάλο όπλο που μέχρι στιγμής την είχε βοηθήσει να ζει ανέμελα, χωρίς πολύ δουλειά, σαν πριγκιποπούλα. Έτσι λοιπόν πάντα το φρόντιζε. Το έπλενε, το αρωμάτιζε, το χτένιζε και το έντυνε με λιμπιστά μεταξωτά αραχνoΰφαντα βρακιά. Ήξερε πολύ καλά πώς να το δουλεύει. Πρώτα το μοστράριζε και μετά έκανε τη δύσκολη. Θύματα όλα τα αρσενικά απ’ τον περίγυρό της. Από τους καθηγητές της στο λύκειο, μέχρι τους μέχρι τότε εργοδότες της. Όταν όμως τους έπιανε η καψούρα να αρχινάνε να μιλάνε για δεσμεύσεις και γάμους, η Νανά το έστριβε διακριτικά. Πάντα όμως άφηνε τις πόρτες ανοιχτές. Ήθελε να τους έχει καβάτζα για τις δύσκολες τις μέρες όταν για παράδειγμα ξέμενε από φράγκα και περιπέτεια. Η Νανά είχε μια εξαιρετική συλλογή από χρυσαφικά. Τίποτα σε φο-μπιζού. Όλα χρυσάφι και πλατίνα. Το ίδιο με τα ρούχα και τα παπούτσια της. Μοδάτα και πανάκριβα. Όταν η μόδα περνούσε, η Νανά τα χάριζε σε μια μυξοπαρθένα ξαδέλφη της, τη Ρίτσα απ’ τα Καμίνια, που τον πισινό της όμως κούρσευε τακτικά, με περισσή επιμέλεια, εχεμύθεια και τάξη ο κυρ Βασίλης, ο μπακάλης της γειτονιάς... Ένα μυθιστόρημα ''βορείων προαστίων'', με την ιστορία μιας πεταλουδίτσας, που με τη βοήθεια ενός φιλήδονου παπά κι ενός περίεργου καλόγερου δεν δίστασε να φτάσει έως το έγκλημα προκειμένου να γίνει μια μεγαλοκυρία των βορείων προαστίων... Άλλο ένα κολασμένο μυθιστόρημα από την πέννα του Δημήτρη Επικούρη, που εφαρμόζει με το δικό του τρόπο τις αρχές της επικούρειας φιλοσοφίας στη λογοτεχνία, και μάγεψε προ διετίας το αναγνωστικό κοινό με το μυθιστόρημα "Για όλα έφταιγε το μπλουζ"...