Περιγραφή Και πράγματι έτσι ήταν. Ένα μεγάλο Πλατς, σα χυμένο γάλα, με κάπως ακανόνιστο σχήμα και περίγραμμα που άλλαζε διαρκώς όταν κινούταν λευκό και κάπως διάφανο κατά τόπους, είχε δυο λαμπερά μάτια, που μου φάνηκε ότι με παρατηρούσαν κοροϊδευτικά. Μια μικρή μπουρμπουλήθρα εμφανιζόταν πότε - πότε εκεί που κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται η μύτη, σημάδι ότι ανέπνεε. Το στόμα του δε φαινόταν, παρά μόνο όταν το ανοιγόκλεινε για να μιλήσει. Δεν είχε ακριβώς χέρια ή πόδια, ή μάλλον είχε πολλά, αφού οι πιτσιλιές απ' το γάλα, του χρησίμευαν σαν χέρτα ή πόδια, ανάλογα με τις περιστάσεις. Όπως διαπίστωσα αργότερα, οι διαστάσεις των άκρων του, άλλαζαν κατά βούληση. Κατά τη δική του βούληση βέβαια. Δοκίμασα να τον αγγίξω. Ήταν ελαστικός, δροσερός, κάπως υγρός και πιο συμπαγής απ' ό τι υπολόγιζα. "Βεβαιώθηκες τώρα ότι είμαι αληθινός " Κούνησα το κεφάλι καταφατικά. "Και γιατί σε λένε Πλατς ", ρώτησα χαζά. "Δε με λένε Πλατς είμαι Πλατς. Τ' όνομά μου είναι Γαλακτίων. Και συ είσαι άνθρωπος, αλλά το όνομά σου είναι Τρύφωνας" "Και γιατί είσαι Πλατς " διόρθωσα. "Γιατί Πλατς έκανε το γάλα όταν έπεσε στο πάτωμα" μου εξήγησε αργά και μου φάνηκε ότι η υπομονή του δοκιμαζόταν σκληρά. "Δηλαδή, αν έκανε Πλουτς, θα ήσουν ένα Πλουτς " "Πλουτς, κάνουμε όταν πέφτουμε στη θάλασσα!" είπε ξινά και μια ελαφριά μυρωδιά από ξινισμένο γάλα απλώθηκε στην κουζίνα. Ήταν φανερό ότι είχε αρχίσει να θυμώνει. "Καλά, καλά" βιάστηκα να συμφωνήσω. "Εγώ όμως θα σε φωνάζω Πλατς, το άλλο μου φαίνεται μπερδεμένο".