Από την Κέρκυρα του Μεσοπολέμου, του Πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου, έως την Κέρκυρα του σήμερα. Μια συναρπαστική ιστορία αγάπης, πάθους, ταξικού μίσους, έρωτα και μαγείας... Η Νόνα δεν έγινε ούτε άγαλμα, ούτε πλατεία, μια απλή φωτογραφία έγινε, μέσα σε μια κορνίζα, στο μπουφέ του σπιτιού της, ίσως και στο ράφι μιας βιβλιοθήκης, σε κάποιο σπίτι συγγενικό. Οι δικοί της έχουν πια ξεχάσει ακόμα και το πότε γεννήθηκε, και το πότε ταξίδεψε για να γνωρίσει κόσμους αλλιώτικους, μακρινούς. Μερικοί τη βλέπουν συχνά στον ύπνο τους, και άλλοι ίσως να μη θυμούνται ούτε καν τη φυσιογνωμία της. Μέσα σε όλους αυτούς, κάποια Θάλεια, που δεν υπήρξε ούτε συγγενής, ούτε φίλη της Νόνας, που δεν έτυχε να τη γνωρίσει όσο εκείνη διατηρούσε το σάρκινο φορέα της, είχε την τύχη να γνωρίσει εκείνο που άλλοι αγνοούσαν για χρόνια : τον εσωτερικό κόσμο της Νόνας. Η Νόνα Ελένη γεννήθηκε σε ένα μικρό και ασήμαντο χωριό. Έζησε μια ζωή στερημένη, δυστυχισμένη, σκληρή και αφάνταστα δύσκολη. Η φτώχεια ήταν καθημερινός σύντροφος στην οικογένειά της. Βέβαια, δεν ήταν μόνο η δικιά της οικογένεια που πάλευε να επιβιώσει σ’ αυτό τον τόπο. Σχεδόν όλες οι οικογένειες αντιμετώπιζαν τα ίδια προβλήματα. Η Νόνα Ελένη πολλές φορές έσφιγγε τη ζώνη της, για να μη νιώθει πείνα. Και να σκεφτεί κανείς, πως λίγα μέτρα πιο πέρα από τα καλύβια των χωρικών, βρισκόταν το αρχοντικό της κοντέσας του χωριού, εκείνης που καρπωνόταν τους κόπους και τον ιδρώτα όσων μοχθούσαν καθημερινά δουλεύοντας στα χωράφια της. Αν είσαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, σε μια τέτοια περίπτωση, δέχεσαι τη μοίρα σου, προσεύχεσαι στο Θεό για να σε λυπηθεί και να κάνει κανένα θαύμα να βελτιώσει τη ζωή σου, ανάβεις και κανένα καντήλι και περιμένεις το θαύμα. Αν είσαι άνθρωπος σαν τη Νόνα Ελένη, αρπάζεις τη μοίρα σου από τα μαλλιά, και τη στριφογυρίζεις στον αέρα μέχρι να την αναγκάσεις να υποταχτεί στη θέλησή σου...