"Ότι είναι μοναδικό κι αμίμητο σ' αυτό το έργο" παρατηρεί ο Τσβάιχ, "είναι η επιδέξια και μεγαλοφυής μεταμφίεση που μας παρουσιάζει ο συγγραφέας. Ο Έρασμος δεν παίρνει ο ίδιος το λόγο για να τα ψάλλει στους ισχυρούς της γης, αλλά ανεβάζει στην έδρα τη Stultitia, την Τρέλα, για να πλέξει, η ίδια το εγκώμιο του εαυτού της. Κι έτσι γίνεται μια διασκεδαστική παρεξήγηση. Ποτέ δεν ξέρεις ακριβώς ποιος μιλάει. Είναι ο ίδιος ο συγγραφέας που μιλάει σοβαρά Είναι η Τρέλα, που πρέπει, φυσικά, να της συγχωρηθούν κι οι πιο τολμηρές αυθάδειες Χάρη σ' αυτό το διφορούμενο ο Έρασμος δημιουργεί για τον εαυτό του μια θέση που τον κάνει άτρωτο και του επιτρέπει όλες τις τολμηρότητες. Δεν είναι δυνατό να συλλάβεις την προσωπική του γνώμη κι αν κανένας τα 'βαζε μαζί του γι' αυτούς τους σαρκασμούς, γι' αυτές τις τσουχτερές καμτσικιές που τις μοιράζει τόσο αφειδώλευτα γύρω του, θα μπορούσε να υπερασπίσει τον εαυτό του απαντώντας κοροϊδευτικά: "Δεν το είπα εγώ αυτό, αλλά η Κυρία Stultitia -και ποιος θα μπορούσε να πάρει στα σοβαρά τα λόγια μιας τρελής" ".