Περιγραφή Τα κείμενα του "Επειδή μαζί" συγκροτούν ένα πλάσμα σημείων, ένα παλίμψηστο ιδεών όπου το μετέωρο συνοικεί με το κατασταλαγμένο και η τόλμη υπερβαίνει το δέος της. Αν δεις τις λέξεις ξεχωριστά, απελευθερωμένες απ' τη ευκαιριακή τους ταυτότητα, και τις αντιμετωπίσεις ως εγκόσμια υλικά σώματα, θα διαπιστώσεις ότι κάπου χάνονται. Μακριά. Μοιάζουν με χαρταετούς που πετούν - έχουν τόσο απομακρυνθεί, που δεν μπορείς καν να υποθέσεις το σχήμα τους. Κι όμως. Το σημείο αναγνώρισης παραμένει η τροχιά που διαγράφουν, κάτι μικρά φτερά στο τέλος της ουράς. Οι αιώνιες λιακάδες, οι έγχρωμες σταγόνες ήλιου που ενυπάρχουν μέσα στο ασπρόμαυρο κάδρο τους, τις καθιστούν εκτυφλωτικά λυπημένες. Αυτό όμως δεν είναι και η Τέχνη Ένα μπουκάλι λύπη καρφωμένο στην άμμο που το δέρνει το φως Ο λόγος συναρθρώνεται, καλύτερα δυσαρθρώνεται, σε δύσβατο ερωτικό μόρφωμα, που παρόλο που διατηρεί την σημαία της εξομολόγησης, κρατάει περίτεχνα τα κλειδιά της αποκρυπτογράφησής του κρυμμένα σε αφώτιστα αποσπάσματα ζωής. Θα μπορούσε να ήταν και ένας θρίαμβος του λίγου στην διασταύρωσή του με το πολύ, μια αειθαλής ερωτοτροπία με το ελάχιστο που περικλείει το όλον. Θα μπορούσε, αν δεν ήταν μαζί. Ουσιαστικά αυτό που κάνει η Μαρία Χρονιάρη είναι να ορίζει με έναν ανακριβή τρόπο κάτι απόλυτα ακριβές: Ότι όσο η ζωή συνεχίζει να περιβάλλεται από θάνατο τόσο ο θάνατος θα μεταβάλλεται σε παντοδύναμη αφορμή της, τόσο το όμορο και το ταυτόσημο θα εκπέμπει το αντιθετικό του σήμα στο διηνεκές. Επειδή δεν μπορεί αλλιώς. Και επειδή μαζί. Με την αφορμή: O διαβατήριος σταθμός της λογοτεχνίας ήταν ανέκαθεν η αγάπη. Αυτή που μακροθυμεί, χρηστεύεται, ου ζηλοί, ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ου ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν. Αυτή η αγάπη - ως αναγκαία και ικανή συνθήκη τού μαζί, αλλά και ως εγκαταλειμμένη θρησκεία - βρίσκει το περιβάλλον τής επώασής της στις ασύμβατες λέξεις του "Επειδή μαζί". Βρίσκει, δηλαδή, το κοσμικό της αρχέτυπο, απαντώντας τον εαυτό της στον καθρέφτη. Εκεί, μπορεί πλέον ως ανοιχτή φλέβα, να ασκήσει το μοναχικότερο των καθηκόντων της: το χρέος της κραυγής. Μιας και τις απορίες για τη ζωή θα τις λύσουν τελικά τα φαντάσματα. (Κείμενο του Σταύρου Σταυρόπουλου από το Επίμετρο της έκδοσης)