... Κι όπως ρίχνω τη ματιά μου αρπακτά πίσω μου, παίρνει το μάτι μου τη Βάσω μου. Το μεγαλύτερο κοριτσάκι μου να ικετεύει: "Πάρε με και μένα μαμά!" Κι εγώ η πικρή: "Περίμενε λίγο να βγάλω τη Μαίρη αντίπερα κι έρχομαι αμέσως να σε πάρω! Περίμενεεε!" Μα δεν μπορώ να ξέρω αν μέσα σε κείνη τη βουή και τον τάραχο, άκουσε τίποτα το παιδί! Και το βλέπω - μοίρα μου κακή - να ρίχνεται μέσα στην κατεβασιά, να σέρνεται σαν ξερό φύλλο, να στροβιλίζεται και να χάνεται 'πο τα μάτια μου. Κι εγώ η μαύρη να κρατιέμαι ακόμη από την κάννη τ' αντάρτικου ντουφεκιού και τα πόδια μου σουρτά-σουρτά να με οδηγούν στη στεριά!! Δεν μπορώ να ξέρω αν ζω ή αν πέθανα! Μακελλάρηδες του πολέμου! Ανύπαρκτοι θεοί! Χάος και έρεβος: Θέλω να πεθάνω!".