Περιγραφή ΙφιγένειαΗ Κλυταιμνήστρα αλευρώνει ψάριαΤα τηγανίζει με λάδι της ελιάςΒάζει δυο σ’ ένα πιατάκι«Έλα, φάε μια μπουκιά»λέει στην ανόρεχτη Ιφιγένεια«Έχουμε δρόμο αύριο»Η κόρη κόβει τις ουρέςΤαΐζει το γατί που είναι στα πόδια της«Δεν θα τ’ αντέξω να δω τον πατέρανα χαμηλώνει το βλέμμαμπροστά σε τόσους άντρες πάνοπλουςβρόμικους αγριεμένουςπου τάχα περιμένουνε να δούνεσταγόνα στο σεντόνιOι τέσσερις που θα ’ναι στον βωμόαπό το κόκκινο ποτάμι θα τρομάξουνΚι όταν στενάξει ο άνεμοςκαι τα πανιά φουσκώσειστα ψέματα θα ορκιστούνπως την υστάτηείδανε, λέει, την Άρτεμηνα τραβάει απ’ τα μαλλιάτη βασιλοκόρηγια να την πάει στην Άρτακαι στη θέση της ν’ αφήνει ελάφι»«Από τούτη τη γερή κλωστήθα πιαστεί ο πατέρας σουνα με παρηγορήσει»είπε η Κλυταιμνήστραγράφοντας κύκλους στο πιάτομ’ ένα ψαροκόκαλο