Ένα παιδί σαν παρεκκλήσι ήταν. Σαν κόγχη τυφλή χωρίς φως. Παντού ζωγραφισμένος και γραμμένος παντού και αναρριχητικός. Το σώμα του ήταν γραμμένο σε ζεστό τοίχο. Ήταν ζωγραφισμένο και ζεστό σαν τοίχος μοναστηριού.
Κάθισε κάτω στην γη. Ένα παιδί σαν τοίχος χωρίς πρόσωπο ήταν, γιατί το πρόσωπό του ήταν δανεικό και γραμμένο με ακατανόητα σημεία και τέρατα. Άηχο κάθισε κάτω στην γη και λύθηκαν όλα τα χρώματα που δεν ήταν για αυτόν ποτέ.
Ποτέ δεν ήταν για μένα τα χρώματα, σκέφτηκε. Σαν πελώριο διάφανο δάκρυ φυσούσε ένας αέρας κυπαρισσιών. Σαν των ζωγράφων ή των τρελών και παράσερνε τα μεγάλα μαλλιά τους. Και γείραν τα κεριά, τα υγρά των αγίων δίπλωσαν. Ξάπλωσαν και βάψαν την γη. Την ατελείωτη, την οργιώδη της άνοιξης. Μέσα του, ενώ ταυτόχρονα και έξω.
Η ΑΓΑΠΗ
Οι φρουροί της αυγής του πρωινού φωτός της.
Η ηώια κραυγή του αμετάφραστου όρθρου της.
Οι απόκρημνες ακρογιαλιές της απέραντης και μανιασμένης θάλασσας των δακρύων της.
Ο κυανός τρούλος της απουσίας της.
Η αργή ανατολή της γραφής των οργισμένων ποιημάτων της.
Οι προφορικές ρομφαίες των τυφλών σκυλιών της. Τα σκοτεινά και ερχόμενα βέλη των ρημάτων της.
Kαι η φωτεινή τροχιά της καύσης των σωμάτων τους όπως πετούν, υψώνονται και προχωρούν προς τα άστρα.