Περιγραφή Από το πανδαιμόνιο ετούτο των χιλίων δύο κρότων κι απ' τις σπαραξικάρδιες οιμωγές, τ' αυτιά μας κουφάθηκαν ολότελα και το αίμα πάγωσε στις φλέβες μας. Κοντά έξι ώρες έδιναν κι έπαιρναν οι φλόγινες αψιμαχίες. Αίφνης, άρχισε να βρέχει πάνω μας κετσέδες, καλαμωτές και σκλήθρες. Κι αμέσως είδαμε να πέφτουν από ψηλά ψοφίμια και κεφάλια από γκαμήλες, άλογα και ανθρώπους. Εμείς, καθώς γκρεμίζονταν απ' τον ουρανό κιούπια σμπαραλιασμένα, λάντζες, ρόδες από αραμπάδες, φουρνόξυλα, κάπες, προβιές, κιβούρια και ρημαγμένοι λουτήρες για τα λείψανα, μόλις και μετά βίας κατορθώσαμε να τιθασέψουμε τ' άλογά μας, που είχαν σπάσει τα λουριά τους επειδή ζερβόδεξα σκορπίζονταν φωτιές απ' τα μεσούρανα και το μέρος ολόκληρο αχολογούσε απ' το πατιρντί εκείνο, απ' τους αλαλαγμούς, τους γόους και τα ουρλιαχτά.