Περιγραφή ΜΙΣΕΣ ΔΟYΛΕΙΕΣΞημέρωσε η μέρα και ποζάρειΣαν ακέφαλη κούκλα σε βιτρίνα.Την υποδέχομαι όπως έχω μάθει,Μ’ έναν λυγμό και μ’ ένα καφεδάκι.Έτσι κι αλλιώς τα καταστήματα θ’ ανοίξουνΑργότερα, όταν θα ’χει πια στεγνώσειΤο αίμα αυτού του αποκεφαλισμού.Μακριά, σ’ έναν άλλο γαλαξία,Ακόμη τα πουλιά χουζουρεύουνΧωμένα σ’ ανάλαφρα σύννεφα.Μόνον ο κύκνος στην ουράνια λίμνηΤαξιδεύει ν’ ανταμώσει το ταίρι τουΚαι τραβάει με μοναξιά και υπερηφάνειαΤον ήλιο τον γαλαζωπό κι αναποφάσιστοΠίσω απ’ τα πούπουλα της ουράς του.Εδώ, δαγκώνω λίγο χώμα που απόμεινεΑπό τα δάχτυλα της μικρής στο ταμείοΠάνω στο σουσαμένιο μου κουλούρι.Ποτέ δεν φτάνει η πνοή του ΚυρίουΝα εμψυχώσει ολόκληρο το σώμα.Κάτι απομένει από πηλό και στεγνώνειΌπως όπως, ένα χέρι, ένα πόδι,Κι ό,τι μπορεί διορθώνει η γκιλοτίναΠροτού ανεβάσουνε τα μαγαζιά τα ρολά.