Περιγραφή Το σκόπιμο αίμα. Στο πιάτο, σε δείπνο οικογενειακό. Μαύρο τραπεζομάντιλο. Τα χρυσόψαρα είναι εδώ, στη γυάλα. Άρωμα από χαλασμένο τυρί, πλαστικά άνθη. Με βελόνες. Μια αποκεφαλισμένη κούκλα που μεγαλώνει, χάνοντας τις τέσσερις αδελφές της. Μιλάει. Μαμά Μπαμπά Αυτοί οι παντελώς άγνωστοι στο παιδί άνθρωποι. Οι καταγωγικοί θύτες στην "προγεγραμμένη ρουτίνα του ήλιου": Ανατέλλεις, ζεις, βασιλεύεις, σκοτεινιάζεις. Πεθαίνεις. Το αίμα που αφήνουν παντού είναι γενετικός κώδικας. Το εκπληρωμένο, υποδόριο, αμίλητο έγκλημα. Ο πολλαπλασιασμός του. Είναι παράδοση και κληροδότημα, στάμπα που μεγαλώνει σαν κηλίδα. Μην κοιτάξεις πίσω, θα γίνεις άγαλμα. Μη μιλάς. Μη γελάς. Μη. Μη - Μια μικρή ιστορία του κόσμου, σαν βιβλιοθήκη επαναλαμβανόμενων φόνων. Που εκπυρσοκροτούν. Το σπίτι γυρίζει προς τα μέσα. Τους καταπίνει, σ’ ένα κόκκινο βυσσινί. Άλλο σπίτι. Κι άλλο. Κι άλλο. Κοίτα, μπαμπά, βρέχει. Κοίτα. Πέφτουν μαχαίρια.
Το πρώτο βιβλίο του Δημήτρη Τσολάκη είναι μια νουβέλα για το τραυματικό. Μια πικρή αλληγορία για το ύστερα, τις συνέπειες ενός άγραφου νόμου. Θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως επίμετρο σήμερα στο βιβλίο της Μαργαρίτας Καραπάνου "Η Κασσάνδρα και ο Λύκος". Σαν υστερόγραφο ενός τελευταίου παραμυθιού, από ένα παιδί. Τον κόσμο των παιδιών οι ενήλικοι τον ξεχνούν διαρκώς. Ευτυχώς όμως υπάρχουν τα βιβλία. Και μας τον θυμίζουν. Κοίτα, μπαμπά. Κοίτα. Με έκανες παγώνι. Σου αρέσει τώρα η νεκρή ουρά μου Η ουρά σου. Αυτή η λερναία ουρά του κόσμου. Τους. Σας. Μπαμπά Μπαμπά Τώρα σε καταπίνω εγώ.