Περιγραφή Δεν προκάναμε όμως να πούμε πολλά γιατί σκουντουφλήσαμε και οι δυο μαζί απάνω στον Μουεζίν, που μόλις εκείνη την ώρα τον είχανε ξεβράσει τα κύματα. Φρεσκοπνιγμένος φαινότανε. Ξυλιασμένος και άκαμπτος ήτανε, σαν σανίδα. Βγάλαμε τότε και οι δυο από μια πνιχτή κραυγή, σαν καταλάβαμε τι μας έλαχε μες στα πόδια μας. Στο λεφτό η Κατρίν, με μια ψυχραιμία γερμανική μού έγνεψε ησυχία και γονάτισε σβέλτα πλάι στον πνιγμένο. Έπιασε να τον ψαχουλεύει με κινήσεις πεταχτές, να χώνει τα χέρια της μέσα στις τσέπες του και να τον ερευνά από πάνω ίσαμε κάτω. Σαν να είχε περάσει κάποια εκπαίδευση ειδική προτού να έρθει εδώ. Εγώ την κοιτούσα σαν παραλυμένος και δεν ανάπνεα καν, για να μην τρίξουνε τα λιλάδια κάτω από τα παπούτσια μου. Από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν του τράβηξε μια θήκη πλαστική. Είχε μέσα την ταυτότητά του και το δίπλωμα της οδήγησης. Έριξε δυο πεταχτές ματιές ολόγυρα και αφουγκράστηκε σαν αγρίμι την ατμόσφαιρα, μην τυχόν και φάνηκε κάνα κοράκι απάνω στον λόφο. Σαν σιγουρεύτηκε ότι ήμαστε ολομόναχοι, έβγαλε τον μικρό φακό από την τσέπη της και έφεξε τα χαρτιά. Ήτανε πράγματι πολύ όμορφη, όπως την ξαναείδα στο φέγγος του. Όλα συμβαίνουν γύρω από δύο αλλόκοτες κηδείες, μια απρόσμενη γέννηση και τρία διαδοχικά δείπνα, που επισφράγισαν τα γεγονότα αυτά. Παλιά κιτρινισμένα ψιλόχαρτα ξεθάβονται, ιστορίες ξεχασμένες ξεβράζονται, τόποι έρημοι και στιγματισμένοι ζωντανεύουν ξανά, οικογενειακά και κοινωνικά μυστικά ξεσφαλίζονται, άνθρωποι ξένοι αλλά και τόσο όμοιοι ανταμώνουν στης ζωής τους το διάβα. Οι αποκαλύψεις όμως, που έρχονται στο φως, αποδεικνύονται δυσβάσταχτες για τον Δημοσθένη και τη μικρή του ομήγυρη. Τόσο για τους γέροντες που αναμασούν μοιραία την κοινή φύτρα των πάντων, όσο και για τους νεότερους που ζουν τα συμβάντα για πρώτη φορά.