Περιγραφή Ο δέκατος τρίτος ουρανός και η χρυσοχοΐα των Αζτέκων Πρελούδιο Δεν ξέρω, αλλά απ’ την κορφή της Παντάνασσας Πάντα γκρεμίζεσαι στις εντός σου χαράδρες και Πάντα όρθιος σηκώνεσαι. Το φτερό του Άγγελου να προσέξουμε μη και στο τέλος του φύγει το φτερό από τη Λύπη Και μετά του λείπει Και μετά του Λύπη Ένα Φτερό Αλλά Περισσεύει ένας Άγγελος Ένας Άνθρωπος Ένας Θεός Λύπη. Τουλάχιστον μη φοβηθεί ή βαρεθεί ο Άγγελός μας και κατεβάσει την τρομπέτα του. Και τότε, ποιος θα μας κρατά το ίσο, Και δεν είναι μόνον αυτό…. είναι που κι η Μούσα θ’ αρχίσει να παίζει τη λύρα της με χορδές τ’ άντερά μας κι όμως ? εσύ ακόμη την καλείς, γιατί τα βράδια που απαλά χαϊδεύει τα ματόκλαδά σου, εκείνη την αιώνια στιγμή που φυσιούνται ανάμεσα στα στάχυα των Ενυπνίων και τις θημωνιές της Ανατολής, όταν ο Ύπνος κι ο Όνειρος παίζουν την τελευταία τους παρτίδα ακουμπώντας την πλάτη στο μεγάλο δέντρο του Εγκεφάλου, λίγο πριν τινάξει τα κλαδιά του πάνω από τις μαντανίες, σου ψιθυρίζει λέξεις… κι ας σε πονά, ένα αντίδωρο της το οφείλεις: λέξεις δεμένες με ασήμι και χρυσό σε ποίημα – δαχτυλίδι με τον ορίζοντα στο λίθο του και την ουρά του παγωνιού – Φτερό σου στη σφενδόνη. Πάει να πει, κι ουρανό να μη σου αφήνουν εσύ θα τον φτιάξεις από εκείνη τη γαλάζια πέτρα που θα σπάσεις σε δεκατρία κομμάτια… κι αυτό έχει σχέση με τη χρυσοχο?α των Αζτέκων: που θα νικάς δώδεκα χαλασμένους ουρανούς για να φτιάξεις αυτόν που από την αρχή θα τους αρμολογήσει.