Περιγραφή Βρεθήκαμε μαζί στην ίδια στάση, εγώ κι ο κανένας· που είχα τα πάντα σχεδόν κι εκείνος μόνο τα μαύρα του χέρια, που είχα τα πάντα να χάσω κι εκείνος κανέναν. Το μαύρο του σώμα το ''χε κυρτωμένο, κι εγώ ο λειψός, από σθένος σωμένος, σταθήκαμε του ενός με χαμόγελο ο άλλος. Στα μάτια μας μέσα κάθε άγχος θα σβήσει· καιρό τώρα ο ένας κρατώντας το χέρι του άλλου, λιτοί στην σκέψη πως δεν έτυχε να ''μαστε ίσοι. Κι όπως έτσι μας στίβαξ'' η μοίρα, στα μαύρα του μάτια κοίταξα κι είδα, κι ας διαφέρουμε τόσο, πως είμαστε ίδιοι.'