Ζητείται όνειρο Επείγον Στο λευκό του φουσκωμένου σύννεφου το μπράτσο να χαράξω πρόλαβα Ο πόνος Η μοναξιά Η ανυπαρξία ανθρώπινο σχήμα πήρε στο μονοπάτι που καταλήγουν οι ευχές Στα πνευμόνια ένας αέρας απάτητου δάσους δροσάτος στο επείγον του πράγματος τα δάκρυα στέγνωσε κι η αλμύρα σε μια πιθαμή δέρματος μετέωρη με το στόμα ανοιχτό τη λαλιά της να κοιτά που ξεράθηκε έμεινε ΟΝΕΙΡΑ προσφέρονται ΟΝΕΙΡΑ μικρά, μεγάλα, τρελά απίθανα ΟΝΕΙΡΑ Βοριάς Ο Ν Ε Ι Ρ ΩΝ της επιθυμίας ριπές σ’ ένα διάφανο γαλανό αγγελ(ι)όκοσμο με ροδοκόκκινα μάγουλα σγουρά μαλλιά και νέον λαμπιόνια σε κίνηση στην ευθεία απ’ το βλέμμα οι επιγραφές εναλλάσσονται Ρίγος συναντά την επένδυση Πόσο αντέχει άραγε η ψυχή να πληρώσει το διάνυσμα Η λευκή μου κοιλιά με μιας σαύρας ουρά και ποδάρια που το τέρας του ήλιου επιδέξια κόλλησε πιο χορτάτη από ποτέ το ζωνάρι της τέντωσε Τόσα φαναράκια ονείρων τόση προσφορά ευτυχίας πώς να την χωνέψει κανείς.