Περιγραφή ΦΩΣΛαμπροχρυσίζει όμορφα ο ήλιος όταν βγαίνει,ξυπνάει το μάτι σιγαλά που ανοιγοσφαλίζειαν είναι κάποιος νηστικός, μ’ αυτό το φως χορταίνει,γαμπό, ξεπόδυτο, λυτό, πηγαίνοντας πηγαίνεικι έτσι περνά αδιάφορο στο άνθισμα της φύσηςτου κόσμου η ευφάνταστη, τούτη εδώ, πυξίδαπ’ όλα τα άνθια πιο ψηλά πηδούνε να τ’ αγγίξεις,ναι! άλλη αγιότερη και στολιστή δεν είδα·ενόσω γρήγορα περνά, δίνει φιλί στο στόμασα φουσκαλήθρα του νερού στο πλάτεμα της λίμνηςο κρύφιος έρωτας, πάσα δροσιά στο σώμαπου ’χε ξοδέψ’ απλόχερα κι ο γιος της Αφροδίτης.Ξεκούραση του λογισμού κι ανάπαψη του κόπου,χυμώντας κάνει πόλεμο στο πρόσωπο τ’ αέρακαθώς τη λίμνη τάραζε, ώρα την ώρα, όπουκείνος περνούσε γρήγορα και προχωρούσε πέρα.