κοτσύφι το κοτσύφι σκυφτός ο κυνηγός ροβόλαε στην πλαγιά πίσω σκεφτόταν 'κείνη: σφαδάζει στο μπαλκόνι της λευκά προσηλωμένο καντήλι το συναίσθημα κ' εύφορ' ως προς το λάδι του την απορία δείχνει: στον δρόμο τον κιαλάρανε δοτοί κακιστρωρουφιανιάς: γύρισε πλάτη τής καλής, ζυγιάζει μην συγγνώμες, κατά πού γέρνει η ζυγαριά, ότι άσπρισαν δυο μάτια τοίχοι γκρεμίσανε καρδιάς φάνηκες μέσα ο
τουρλωτός στο σκίσιμόν της αφανής φανφάρας - ένας γάντζος