Περιγραφή Οι θεσμοί σκοπιμότητας δεν αποτελούν “ξένο σώμα” προς το δικονομικό μας σύστημα, η υιοθέτηση του οποίου επιβάλλεται αποκλειστικώς για λόγους πρακτικής αναγκαιότητας, αλλά μπορούν να εφαρμοστούν με τρόπο συμβατό προς τις θεμελιώδεις δικονομικές αρχές και ταυτοχρόνως αποτελεσματικό. Η θεμελίωση της παραπάνω παραδοχής αποτελεί κεντρική στόχευση της μονογραφίας αυτής. Πέραν όμως αυτού, ο συγγραφέας αντιπαρατίθεται με την παραδοσιακή σύλληψη της αρχής της σκοπιμότητας ως αρχής αμιγώς δικονομικής, η οποία μάλιστα αφορά αποκλειστικώς στην κίνηση της ποινικής δίωξης. Έτσι, επιχειρεί να καταδείξει ότι πρόκειται για έννοια η οποία εγκολπώνεται στοιχεία τόσο δικονομικού όσο και ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η οποία αντιστοιχεί δογματικά στην λεγόμενη “τέταρτη βαθμίδα” του εγκλήματος.