Ένας αγέρας αδιάκοπος τα κορμιά των ανθρώπων στεγνώνει. Οι μέρες μονότονα περνούσαν άλλοτε πίσω από τα παράθυρα κι άλλοτε κάτω απ' τ' ανελέητο καλοκαιριού το φως. Οι ώρες κυλούσαν αργά μέχρι να φτάσει το δειλινό απ' έναν ροζ και μαβί ουρανό υποκάτω.
Τις νύχτες οι νεκροί μουσικοί κατέβαιναν στην κοιλάδα και έπαιζαν τα τύμπανα και τις τρομπέτες τους, μ' έναν τρόπο υπέροχα θρηνητικό. Η πάντα παρούσα τους θλίψη, ρεύμα δυνατό, άγρια περιδινείτ' εκεί παθιασμένα γεμάτη από λεβάντες θροΐζουσες και μοσχομυριστές.
Η μπάντα των νεκρών, που ολόκληροι αιώνες καρτερίας και γνώσης της ματαιότητας των πραγμάτων βαραίνουν την πλάτη τους, ακούραστα διασχίζει ρυθμικά την κοιλάδα. Οι νότες, ωσάν τη μοίρα των ανθρώπων, κλαίουσες και αιμάσσουσεςσκορπίζονται· λιώνουν και χάνονται στον κατάφορτο απ' άστρα απαστράπτοντα ουρανό.
Από το βάθος της κοιλάδας, στρόβιλοι αγέρα τη θρηνητική μουσική της μπάντας παντού μεταφέρουν. Οι μέρες και οι νύκτες του κόσμου των ζωντανών και των νεκρών ίδιες κυλούν απαράλλακτες όπως και πριν, τώρα όπως, και πάντα.