Περιγραφή Το λεωφορείο της Αποθήκης σταματάει μπροστά από την πλατεία Σάσεξ. Ο ανελκυστήρας αρχίζει να κατεβάζει ένα ένα τα αναπηρικά αμαξίδια. Η παρέλαση των λουόμενων ξεκινά. Μπροστά πηγαίνουν οι ηλικιωμένοι με τα μπαστουνάκια τους, πίσω εκείνοι που κρατούν πι και τελευταία τα καροτσάκια. Τα άσπρα καπελάκια τους αστράφτουν στον ήλιο. Η αμμουδιά έχει ένα ξεβαμμένο χρώμα, σαν δαχτυλίδι χρυσό που θάμπωσε από την πολυκαιρία. Η θάλασσα σκούρα, δε σου κάνει καρδιά να βουτήξεις. Οι γέροι όμως χαμογελάνε. Όλοι εκτός από την Άνν, που γκρινιάζει γιατί μπήκε άμμος στις παντόφλες της. Η Γερτρούδη φοράει ολόσωμο μαύρο μαγιό και έχει πορτοκαλί σωσίβιο, σαν τηγανητό λουκουμά, γύρω από τη μέση της. Βουτάει πρώτη αφήνοντας τσιρίδες χαράς. Ο Μπόρις έχει σταματήσει στην άκρη της ξύλινης ράμπας. Κάθεται στο καρότσι του και έχει βουτήξει τα σοκολατένια πόδια του στο νερό. Έρχεται το κύμα και φεύγει. Ωραία που είναι. Λες να ’χει και κροκόδειλους,