"Φίλε κύριε Τερτσέτη! Μετά τον υπέρ ελευθερίας πόλεμον βλέπεις πόσο απεμακρύνθηκα από τα Ελληνικά πράγματα, εγώ, φίλε μου, έγεινα γεωπόνος και προσπαθώ να αναστήσω μικρόν τι κτήμα μου εισ του Δάρα της Μαντίνειας δια να ζω με τον ιδρώτα του προσώπου μου και να περάσω ούτως αναπαυτικά τα γηρατειά μου. Όσαις φοραίς με βλέπεις δεν με λέγεις τίποτε άλλο, αλλ' αδιάκοπα με παρακινείς να βγάλω εις φως όσα γνωρίζω περι του Ελληνικού Αγώνος και μάλιστα εκείνα, τα οποία ο ίδιος είδα με τα 'μμάτια μου. Τα αυτά μου επαναλαμβάνεις κάθε ημέραν και με τα γραμμάτα σου.
Αι πολλαί σου λοιπόν αυταί παρακινήσεις τέλος πάντων εισακούσθησαν κατά τας τελευταίας ημέρας της ζωής μου. Διοτί είδα και εγώ, ότι όσοι πεπαιδευμένοι επεχείρησαν να συγγράψουν την ιστορίαν του αγώνος, από τας κακάς πληροφορίας, τας οποίας έλαβαν από την φήμην και από τας εφημερίδας, όλοι έπεσαν εις χονδρά σφάλματα. Αυτοί έκαμαν άχαρα και απίστευτα τα Ελληνικά πράγματα. Η πατρίς λυπείται και στενάζει, και οι μεταγενέστεροι θα μας αναθεματίζουν, διοτί δεν τους αφήσαμεν αληθινήν ιστορίαν. [...]