Περιγραφή ΜΙΑ ΙΔΙΟΣΥΓΚΡΑΣΙΑΚΗ ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΣΗ της πόλης του Αμβούργου σε τρία κεφάλαια — το πρώτο, γοτθικό/ρομαντικό, το δεύτερο, περί αγαλμάτων, το τρίτο, μια λογοτεχνική συνομιλία με τον Χάινε.* * *Από τη μια πλευρά, ας καλπάσει ανάμεσα στις φλαμουριές, τις λεύκες, τις βελανιδιές απάνω στον άσπρο του Τυφώνα κάτω απ΄ το σταθερό ψιχαλητό που βαστάει μέρες, αυξομειώνοντας μόνο το ουράνιο ύψος, το βάθος του ορίζοντα. Τα μάτια του δεν ψάχνουν τέτοια τώρα, βάθος εστί κάθε καινούργιο δέντρο που έρχεται καταπάνω τους ταχέως, το σκούρο πράσινο σκοτάδι του δρυμού, κι ό,τι μαντεύουν από ζώα γύρω και μπροστά: άλογα ακόμα ανυπόμονα κρατημένα με κοντό χαλινάρι, το κόκκινο της στολής των κυνηγών, μια φανερό και μια κρυμμένο απ’ τους πυκνούς κορμούς, μπουλούκι των σκυλιών που αλλοπαρμένα θα γαβγίζουν όλη μέρα, σκίουροι λουφαγμένοι ή σαν πουλιά πολύ πιο πάνω απ' όλα ελεύθεροι, νυφίτσες, αρουραίοι, λαγοί, κι ό,τι άλλο δεν τράπηκε ήδη σε φυγή και ό,τι παγίδεψε η βραδύτητα, ή η τυφλότητα, ή η απλούστατη αβουλία της άδικής του φύσης εδώ ακριβώς που αμέσως προσπερνάμε. Καλπάζει άνιδρος επάνω στον άνιδρο Τυφώνα, τα σωθικά ζεματισμένα από το ξεροσφύρι του χαράματος.