Περιγραφή Μια μέρα, μέσα στο μετρό πάλι, ένας κύριος μιλούσε, μάλλον, με μία κυρία, τουλάχιστον αυτό έδειχναν οι εκφράσεις του προσώπου και οι χειρονομίες του.«Ναι, για πες μου, τι να πάρω, Καρότα και σέλινο, ναι Κρέας χοιρινό! Τι λες, πας καλά, Δεν κάνει το χοιρινό, στο απαγόρευσε ο γιατρός. Μην κάνεις του κεφαλιού σου» της έλεγε και μετά συνέχισε:«Κατσικάκι, ένα κιλό θα πάρω».Οι άλλοι επιβάτες άρχισαν να ενοχλούνται. Τον κοιτούσαν περίεργα επειδή μιλούσε δυνατά, αλλά εκείνος συνέχιζε, ανέβαινε ο τόνος της φωνής του.«Τι άλλο θες, Αγελαδινό, Τι λες, μωρέ κουζουλή, Ε, δεν σ ακούω καλέ Υπουργείο, Ποιο Υπουργείο, Σου είπα εγώ ότι θα πάω σε Υπουργείο. Αααα, έλεος! Στο φαρμακείο θα πάω!»Κρέμα λίφτινγκ για το πρόσωπο, Μα τόσο σταφιδιασμένο που είναι, νομίζω δεν υπάρχει σωτηρία. Εγώ δεν παντρεύτηκα γυναίκα, αλλά κινητό σούπερ μάρκετ, μαζί με φαρμακείο και γνωστό κατάστημα καλλυντικών μην κάνουμε τώρα και διαφήμιση» μουρμούριζε γεμάτος αγανάκτηση.«Μη βάλεις πολύ αλάτι στο φαγητό, πειράζει στην πίεση. Ποιο γινάτι έχω, Καλέ ακούς τι λες,»Κατάσταση τρικολόρε! Από την άλλη γραμμή μάλλον ρωτούσε.«Πάρε και μαρούλι για σαλάτα. Ποιο πεζούλι, Θεέ μου, έπεσες και χτύπησες, Είσαι καλά, Μαρούλι, είπα, όχι πεζούλι, βάλε επιτέλους ακουστικά. Τι άλλο θες, Καφές, Ποιος λεκές, δεν άκουσα καλά. Αααα, σου πέταξε το φαγητό ο μικρός και σου λέρωσε το φόρεμα. Θα σου έλεγα τώρα τίποτα, έχε χάρη που είμαι στο μετρό! Λοιπόν, κλείνω γιατί με κοιτούν περίεργα. Τα λέμε σπίτι. ʼντε γεια!»