Περιγραφή Την ώρα που ήμουν σκυμμένος, μου φάνηκε σαν να άκουσα ένα φτερούγισμα. Δεν έδωσα σημασία· το μυαλό μου πήγε στις κότες, που κοιμούνται ακριβώς δίπλα στην καλύβα. Ξεκρέμασα τη λαμπούδα από το ξύλινο δοκάρι και, χαϊδεύοντας τη χαίτη του αλόγου, έκαμα να φύγω. Γυρίζοντας τα μάτια προς τα έξω... κοκάλωσα. Στο άνοιγμα της πόρτας στεκόταν ένας γέρος, με μια μεγάλη, μυτερή, κάτασπρη γενειάδα, που φάνταζε περισσότερο πάνω στο ράσο που φορούσε. Το κεφάλι του το είχε σφιχτά τυλιγμένο με μια μαύρη μαντίλα, όπως στις εικόνες ο Άγιος Αντώνιος. Πάνω από τους ώμους του φαίνονταν στιλπνές, σαν το κατράμι, δυο τεράστιες φτερούγες. Κρατούσε λοξά στα χέρια ένα δικράνι, με τις μύτες γυρισμένες σε μένα. Με κοιτούσε ίσα στα μάτια, δίχως να κουνιέται καθόλου. Πίσω του το χιόνι τον έδειχνε περισσότερο φόβιο, έτσι που τόνιζε τη μορφή του στα σκότα...