...Είμαι πάντα παρούσα στους λιθοβολισμούς. Εγώ και το δέντρο της πλατείας. Στέκομαι δίπλα στον κορμό και κοιτάμε. Τους άντρες στα μάτια. Γνωρίζω έναν-έναν καλύτερα από τη μάνα τους γιατί τους γνώρισα πάνω στο σώμα μου και δεν γελιέμαι. Πηγαίνω στους λιθοβολισμούς για να με βλέπουν, την ώρα που θα τολμάν να σηκώσουν την πέτρα. Με βλέπουν και αδιαπέραστοι, σκοτώνουν αυτή τη γυναίκα που είμαι εγώ. Να μην υπάρχει πια το σώμα μου που τους παίρνει την τιμή και την αναίδεια. Αυτό που βρίζουν φεύγοντας κι εκλιπαρούν όταν έρχονται. Αυτό που τους κάνει τρελούς και πρέπει να το τσακίσουν για να ξαναβρούν τη γαλήνη τους. Στέκομαι κάτω από το δέντρο και παρατηρώ τα σφιγμένα στόματα και τα εξαγνισμένα μάτια. Οι πέτρες τους τώρα σπαν και τον μικρό καθρέφτη πάνω απ' το λαβομάνο, που πάντα κοιτάζονται φεύγοντας. Εκεί που προσπαθούν να χτίσουν πάλι το αξιοσέβαστο πρόσωπο. Οι πέτρες τους πέφτουν σαν βροχή πάνω στο ματωμένο σώμα μέχρι να μείνει ακίνητο. Κάποιοι πριν φύγουν το φτύνουν. Άλλοι κοιτάν τον ουρανό κατάματα. Αυτό με κάνει να γελάω τόσο δυνατά, γιατί εγώ τώρα τους φτύνω με το γέλιο μου. Έτσι κάνω πάντοτε κι έτσι θα κάνω μέχρι να ξεραθώ κι εγώ μαζί με το δέντρο...