Συγγραφέας: Murakami Haruki 1949
Εκδόσεις: Ωκεανίδα
Έτος τρέχουσας έκδοσης: 2011
ISBN: 978-960-410-651-6
Διαθεσιμότητα: Εξαντλημένο
Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
Σχήμα: 21χ14
Σελίδες: 251
Περιγραφή
"Δεν ξεκίνησα να τρέχω επειδή κάποιος μου ζήτησε να γίνω δρομέας. Όπως δεν έγινα μυθιστοριογράφος επειδή κάποιος μου ζήτησε να γίνω μυθιστοριογράφος. Μια μέρα, έτσι στο άσχετο, μου ήρθε να γράψω ένα μυθιστόρημα. Και μια μέρα, έτσι στο άσχετο, άρχισα να τρέχω - επειδή απλώς το ήθελα". Το 1982, αφού πούλησε το τζαζ μπαρ του για ν' αφοσιωθεί στο γράψιμο, ο Χαρούκι Μουρακάμι αποφάσισε ν' αρχίσει να τρέχει για να κρατιέται σε φόρμα και να έχει την αντοχή να γράφει μέχρι τα βαθιά γεράματα. Ένα χρόνο αργότερα ολοκλήρωσε μόνος του τη διαδρομή από την Αθήνα στο Μαραθώνα και τώρα, ύστερα από δεκάδες παρόμοιες κούρσες, εκτός από τα τρίαθλα και μια πληθώρα βιβλίων, αναλογίζεται την επίδραση που είχε αυτό το άθλημα στη ζωή του και ακόμα περισσότερο στο γράψιμο του. "Να γράφω με ειλικρίνεια για το τρέξιμο και να γράφω με ειλικρίνεια για τον εαυτό μου, είναι σχεδόν το ίδιο πράγμα. Επομένως υποθέτω ότι αυτό το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και ως μια αυτοβιογραφία επικεντρωμένη στο τρέξιμο", γράφει στον Πρόλογο του βιβλίου του. Μέσα από κοπιαστικά προγράμματα προπόνησης και διαδρομές, αυτές οι αποκαλυπτικές αναμνήσεις καλύπτουν την τετράμηνη προετοιμασία του για τον Μαραθώνιο της Νέας Υόρκης του 2005, και περιγράφουν τοποθεσίες από τους Τζίνγκου κήπους στο Τόκυο, όπου κάποτε μοιράστηκε τη διαδρομή μ' έναν Ολυμπιονίκη, μέχρι τον ποταμό Τσαρλς στη Βοστώνη, ανάμεσα σε νέες γυναίκες, που τον άφηναν πίσω τους. Μέσ' απ' τον θαυμαστό φακό ενός αθλήματος αναδύεται ένα κέρας αφθονίας από αναμνήσεις κι εμπνεύσεις: Η καταλυτική στιγμή όπου αποφάσισε να γίνει συγγραφέας, οι μεγαλύτεροι θρίαμβοι αλλά και οι απογοητεύσεις του, το πάθος του για τους δίσκους βινυλίου, και, μετά τα πενήντα, η αναπόφευκτη φθορά της ηλικίας, το αγαπημένο του μοτίβο της "απώλειας" και η επώδυνη σοφία της ωριμότητας. "Καθώς τρέχω", γράφει ο Μουρακάμι, "λέω στον εαυτό μου να σκεφτεί ένα ποτάμι. Και σύννεφα. Αλλά στην πραγματικότητα δεν σκέφτομαι τίποτα. Το μόνο που κάνω είναι να τρέχω ασταμάτητα μες στο δικό μου, οικείο, χειροποίητο κενό, την δική μου προσωπική νοσταλγία. Κι αυτό είναι υπέροχο. Ας λένε ό,τι θέλουν".