Λείπω από την πατρίδα μου τριάντα χρόνια τώρα. Στην αυλή του θανάτου, του φίλου που φοβάμαι, του εχθρού που αγαπώ, παρέμεινα αυλικός, αμεταμέλητη Θαΐς, δείγμα της βασανισμένης ανθρωπότητας. Εξακολουθώ να είμαι μαθητευόμενη στην τέχνη της αγάπης που με δίδαξε η γιαγιά μου. Όμως την εικόνα τη λατρεύω. Χαμηλών και ισορροπημένων τόνων, υψηλής εκφραστικότητας, σε γαλαζοπράσινο φόντο, το πορτρέτο της παρθένας που κρατά το σταυρό σε μαύρη άλω. Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτήν. Και δε χρειάστηκε καν να κλέψω ή να παλέψω γι' αυτήν. Σε τούτη την αρχαία διαμάχη των εικόνων ήμουν και παραμένω εικονολάτρης. Το στόμα μου είναι γεμάτο υγρά φιλιά που δε μπορώ να εναποθέσω στην ψυχρή, επίπεδη επιφάνεια και γίνονται προσευχή στη σιγαλιά της νύχτας.