Περιγραφή ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ Αφηρημένος χτυπούσε παλαμάκια στο χορό των συντρόφων ο Ελπήνωρ. Σαν ξεκούρδιστο βιολί ένιωθε ανάμεσα στις μεθυσμένες κραυγές, σαν αλλιώτικος που περίσσεψε. Πώς, όμως, κυλά απαρατήρητο το δάκρυ και χάνεται έτσι κι ο Ελπήνωρ αποτραβήχτηκε μόνος, στη στέγη πάνω του παλατιού της Κίρκης. Την είδε, καθώς σκαρφάλωνε, μονάχη στο κρεβάτι να ρωτά το ραβδί της για την αγάπη, να σβήνει σαν το αγριοπούλι των σκοτεινών δρυμών που διασπάσθηκε στη μαυρίλα. Μα όχι, πώς να βοηθήσει ο Ελπήνωρ τη Θεά Ξάπλωσε στην άκρη της στέγης, μπρος στο πέλαγο, πάνω ακριβώς απ’ το δώμα της Κίρκης. Ο φλοίσβος των κυμάτων γλυκά κούρνιαζε πλάι στον κρυφό του εαυτό. Οι σκέψεις του εκτοξεύτηκαν στον ουρανό σαν πυροτεχνήματα, και μια-μια έσπαγαν σε μιλιούνια αστεράκια που ακαριαία έσβηναν μπρος στην αληθινή λεγεώνα. Κάθε έκρηξη κι ένα στιγμιαίο μειδίαμα πως τάχα λύθηκε η ουράνια απορία, μέχρι που το στόμα του ισοπεδώθηκε. Γύρισε μπρούμυτα, κι έτσι αποκοιμήθηκαν ο Ελπήνωρ κι η Κίρκη, σαν σταλακτίτης και σταλαγμίτης. Ο Ελπήνωρ εμφανίζεται σε δύο σκηνές στην Οδύσσεια ως ένας από τους συντρόφους Οδυσσέα. Στην πρώτη σκηνή ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του ετοιμάζονται να αναχωρήσουν απ’ την Αία, το νησί της Κίρκης. Το προηγούμενο βράδυ έχουν γλεντήσει, κι ο Ελπήνωρ έχει αποκοιμηθεί στη στέγη του παλατιού της Κίρκης. Ο Ελπήνωρ ξυπνά απ’ το θόρυβο και, παραζαλισμένος απ’ τη μέθη, γκρεμίζεται απ’ το παλάτι και σκοτώνεται. Οι σύντροφοι αναχωρούν αφήνοντας άταφο τον σύντροφό τους. Λίγο μετά, στη δεύτερη σκηνή, ο Οδυσσέας πηγαίνει στον Κάτω Κόσμο και συναντά πρώτη τη ψυχή του μόλις σκοτωμένου Ελπήνορα. Ο Ελπήνωρ εκφράζει τη θλίψη του και παρακαλεί τον Οδυσσέα να τον θάψουν όταν γυρίσουν στην Αία. Ο Οδυσσέας του το υπόσχεται και τηρεί την υπόσχεσή του. Ο αδικοχαμένος και σχεδόν απαρατήρητος πολεμιστής της Οδύσσειας γίνεται ο πρωταγωνιστής στη συλλογή "Ελπήνωρ". Ο Νίκος Χρυσικόπουλος, σεβόμενος την αρχαία φύση του μύθου, πλάθει με το δικό του πρωτότυπο τρόπο την ιστορία του Ελπήνορα σε έξι ποιήματα-επεισόδια. Μέσα από μία ευρηματική σκηνοθεσία παρουσιάζεται η μικρή, αλλά γεμάτη νόημα, περιπέτεια του ήρωά του. Το ύφος του άμεσο, καθαρό και ειλικρινές μας καλεί να νιώσουμε αυτό που νιώθει ο Ελπήνωρ, να αφουγκραστούμε τις ελπίδες και τον πόνο του, αλλά και να σκεφτούμε πάνω στην ιδιότυπη αλληλεπίδραση που μπορεί να υπάρξει μεταξύ της κωμικότητας και της τραγικότητας.