Περιγραφή Δεν υπήρχε πια ποδιά της γιαγιάς, να τρέξει να κρυφτεί. Δεν υπήρχε ο Σούκαρ, να επέμβει να τον σώσει. Δεν υπήρχε η Κλειώ, να πει τον πόνο του, ούτε η Νίκη, να του χαμογελάσει…Μόνο στα όνειρά του, όποτε την έβλεπε και πάντα να λογομαχεί μαζί του… Να θυμώνει… Να σηκώνει το χέρι της με το διαμαντένιο δαχτυλίδι…Και ξυπνούσε ταραγμένος, καταϊδρωμένος, αγχωμένος…Ένα πρωί, μετά από ένα τέτοιο όνειρο, βρήκε μπροστά του ένα λευκό χαρτί κι ένα μαύρο στυλό διαρκείας. Θα τον είχε πάρει ο ύπνος την ώρα που κάτι θα σημείωνε. Δεν θυμόταν, όπως δεν θυμόταν και γιατί μάλωνε στον ύπνο του μαζί της. Έπιασε το χαρτί και το στυλό. Τα κοίταξε σαν να τα έβλεπε για πρώτη φορά. Θυμήθηκε ότι ήταν πια το μόνο καταφύγιο που του είχε απομείνει. Εκεί που μπορούσε να κρυφτεί, να εξομολογηθεί, να χαμογελάσει και να κλάψει ακόμα…Και τότε, άρχισε με το μαύρο στυλό να γρατσουνίζει πάνω στο λευκό χαρτί:«Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχ’ ένα χωριό που το λέγαν Κορδελιό…»