Περιγραφή ΑΤΡΟΠΟΣΤέτοιο μπουρίνι μανιασμένο που σηκώθηκε,μεσονυχτίς,που έδωσε μιακι άνοιξε διάπλατη την πόρτα στο σκοτίδι.Σκιάχτηκε το σκυλίκι όρμησε μες στη νύχτα(κι ούτε που ξαναφάνηκε).– Μου ’πεσε κι άνοιξε κι αυτό,μονολογούσε η λεχώνα οργισμένη,στα θηλυκά τα σκέλια του νεογέννητου θωρώνταςτη ροδαλή πληγή, τη σχάσηκι έδενε κόμπο τ’ άντερο, τον λώρο.Θηλιά να πεις, θηλιάΎστερα, χωρίς να περιμένει νύχτες τρεις, τις άλλες δυοτις μοίρες λέωμονάχη αυτή και μοίρανε και μοίρασε.Να ’μαι λοιπόν.Μια ακόμα θηλυκιά.Ίδια, όπως οι προβατίνες, οι αγελάδες και οι σκύλες.Κι ολόιδια, όπως αυτές,δεν επιτρέπεται να τρώω τσάμπα το ψωμί μου.Ξανθιά.Πάει να πει: τα θέλει ο κώλος μου.Κακότροπη κι αυθάδηςΓι’ αυτό.Γι’ αυτό από νωρίςτη γλώσσα μουτην πέταξανστη γάτα