Περιγραφή «Σώπασε τη φωνή καπετάνιε, παίζεις επικίνδυνα με τις ψυχές μας, δε σου δίνει τέτοια δικαιώματα επάνω μας ο νόμος, σού τα στραβομάθανε στη σχολή, σβήσε το ρεφραίν, με θανατώνει μαζί με τον ήλιο, σβήσε τον ήλιο, φουλ στημ πλοίαρχε, πέρνα γρήγορα από τούτες τις θανάσιμες ακτές, πάρε με μακριά τους, βγες ολοταχώς από τούτα τα νερά που με κράζουν, στέγνωσε τα νερά, πιάσε τη γομολάστιχα και σβήσε τις ακτές, τα πεύκα, τις ελιές, τα σκίνα και την πανάρχαιαν άμμο, σκίσε την εικόνα ή καν βγάλε το καράβι από μέσα της, τί σας διδάσκουν επιτέλους σ' εκείνη την έρμη τη σχολή σας, μόνο στολή και φιγούρα μου είσαι και δε νογάς πώς το καράβι σου κόλλησε στα περιγιάλια τούτα, κόλλησε κι η βελόνα του μπούσουλα, καρφωμένος κι ο ήλιος στο ίδιο σημείο, λοξός και μαγνητικός και θανατερός, καπετάνιε μήτε μπρος μήτε πίσω πάμε, δεν ξέρω πια τί σχεδιάζεις, μην τάχα καρτερείς και συ, κανένα σινιάλο από τα γλυκά βουνά προτού μπούμε στα νερά της νύχτας,»