Περιγραφή Αγαπήσαμε σαν πυρπολημένα κάστρα και σαν το στομωμένο σπαθί, πάλι και πάλι στον τροχό των βράχων τα ονόματά μας, αναλωθήκαμε για πάντα. Τώρα που στέρεψε η κοίτη της απόγνωσης κι ο δρόμος μακρύς, τώρα που η αθωότητά μας έσπασε απ’ το τέντωμα σαν τη χορδή, τώρα που σώπασαν οι κρότοι των γενηθήτω, ας μας αριθμούν με τους πρακτικούς αυτού του κόσμου. *Ο τόπος επάνω στο αμόνι, ο τόπος πυρακτωμένο σίδερο που αντιδονεί απ’ του Σιδηρουργού τον έρωτα. Βιγλάτορες τα κυπαρίσσια, στο μέτωπό τους φώλιασε η έγνοια, σταθερά τον πόλεμο αφουγκράζονται, την πάλη Θεού κι ανθρώπου. Όποιος εδώ δε φοβηθεί, ολόκληρος κι ανένδοτος όποιος ορμήσει, χίλιες φορές θα τεντωθεί, δίχως αρμός να σπάσει· χίλιες πάλι θα κοιλοπονά, δίχως να γεννήσει. *Συσσίτιο και προσμονή. Κι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην πατρίδα. Μέσα στις τσέπες σφίγγουμε τα ονόματά μας. Χέρια που ψαύουν την ειρήνη –η αφή είναι η μόνη αλήθεια που απέμεινε– φριχτό σώμα αγαπημένου και παλτό που έλιωσε απ’ τον πόλεμο παλτό αγαπημένου νεκρού θαλπωρή και συνήθεια θυμίζει ειρήνη, πιο πραγματικό απ’ την ειρήνη η αφή είναι ο μόνος ζωντανός που απέμεινε.