Όταν βραδιάζει, ψάχνω τα χρώματα, δεν μιλώ μήτε για το φως. Άλλωστε είδα να με καταδιώκουν με τον ήλιο όλοι αυτοί, και κρύφτηκα μες στην ντουλάπα από τότε η συνήθεια με ακολουθεί και όταν απομακρύνθηκα, πίστεψαν πως έχω πια λυγίσει, ενώ εγώ απλώς είχα μια συνάντηση. Είσαι ο πωλητής, ρώτησα. Δύο χρόνια πριν το ορίσαμε για σήμερα, δεν με θυμάσαι, τόσο άλλαξα, Μοιάζεις με τον πατέρα. Με όλα αυτά καθίσαμε για ένα ποτό. Το συνηθίζαμε άλλωστε στο πατρικό το σπίτι. Και ποτέ δεν αγόρασα το νούμερό μου.