Περιγραφή Ήταν σαν να ανακάλυψε μια πελώρια σπηλιά πλάι της, σαν να βρήκε το κλειδί και ξεκλείδωσε τις αναμνήσεις, αυτές που τόσα χρόνια φυλάγονταν στα βάθη της και είχαν σχεδόν μουχλιάσει στον χώρο της φυλακής τους. Καθώς όμως τις έπιανε μία μία και τις έβγαζε έξω, στο καθαρό φως, είδε με έκπληξη πως είχαν χρώματα, φορέματα με νταντέλες, αρώματα, αποξηραμένα μπουκέτα λουλουδιών, κορδέλες, δρομάκια με βασιλικούς και κόκκινα γεράνια. Τόσο άρωμα μέσα στη φυλακή, τόσο χρώμα..., πού κρυβόταν όλα αυτά τα χρόνια... Ο Χρόνος περπατούσε αγέρωχος και σκληρός πάνω στα δρομάκια, ήταν τόσο νέος πάντα, λες και γεννήθηκε πριν από μερικά χρόνια...