Περιγραφή Ο Νίκος Κωσταγιόλας εμφανίζεται στην ποίηση με ένα βιβλίο υβριδικό. Πρόκειται για μια λυρική σύνθεση που μπορεί να διαβαστεί και ως σατυρικό δράμα, καθώς εμφανίζονται τρεις φωνές σε συνεχή διαπλοκή. Υπόβαθρο του λόγου της μίας, του πεζολογικού «αφηγητή», είναι η Ελβετία της περιόδου του 2020, κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος του ιού. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου, όμως, εκδιπλώνεται με φόντο το γαλάζιο του Ιονίου πελάγους. Η συσσωρευμένη αποξένωση και απομόνωση κατά τη διάρκεια της σύντομης μετανάστευσης ενός νέου ανθρώπου, θα εκτονωθεί μέσα από μια διαδοχή βύθισης και ανάδυσης, όπως προβάλλεται –μετά την επιστροφή στην Κέρκυρα– στο μυαλό του σαν ντοκιμαντέρ. Πρωταγωνιστές στην εσωτερική αναζήτηση οι άλλες δύο φωνές: ο (ιδεαλιστής) Σειληνός και ο (πιο κυνικός) Εφήμερος, σε αλληλεπίδραση δάσκαλου-μαθητευόμενου, με στόχο την ταύτιση του παροδικού με το διαιώνιο, κατά το «ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή» του Ηρακλείτου. Όχημα για την αναζήτηση η γλώσσα, η καταγωγή, η μονιμότητα του τοπίου, η κυκλικότητα του χρόνου. Το νησί της Κέρκυρας –μια οιονεί Αρκαδία– εμφανίζεται ως το μέρος όπου τα όρια μεταξύ πραγματικού και υπερβατικού σκιάζονται: ένα τοπίο πρόσφορο για την κραταίωση του θαύματος, την παγίωση του ονείρου. Ποίηση τριών φωνών, με δομικές καταβολές στο αρχαίο δράμα, οι οποίες, κατά σειρά αύξουσας διαπλοκής, διαβάζονται είτε ως παράλληλοι μονόλογοι διακριτών υποστάσεων-προσωπείων του ίδιου λυρικού υποκειμένου, είτε ως ταυτόχρονα και αλληλεπιδρώντα πρόσωπα ενός σκηνικού ποιήματος.Εωθινό με ρόδα και φτερώματα – Έξω θα πρέπει να έχει ένα σκληρό φως.– Κι εκείνες οι φωνές που τον καλούσαν,Κάθε πρωί ξυπνώ με τα κρωξίματα των γλάρων να κρέμονται αρμαθιές απ’ τον μικρό φεγγίτη.Κατόπιν και τσιτώνοντας τ’ αυτιά μου διακρίνω ανάμεσα στα λόγια τους,πότε χαρούμενα πότε μετανιωμένα, ένα «έλα» να επαναλαμβάνεται –κι ευθύς ανθίζουν πάνω στην καρδιά μου χιλιάδες πολύχρωμα, σουβλερά τριαντάφυλλα.