Περιγραφή Ο κόσμος της ποίησης έχει σαπίσει: καριέρα και πάθος για δημόσιες σχέσεις, αποκλεισμοί κι ιεραρχίες, χολή και συνταγές ραδιουργίας, συντεχνίες και τσανάκια ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Το νιώθεις κι εσύ ε Δεν μπορεί να μην το νιώθεις. Έγινε ο ποιητής ένας κακόμοιρος μισθοφοράκος στο στρατόπεδο της φήμης. Και τα ποιήματα να γράφονται μόνο για να χειροκροτηθούν, και τα ποιήματα να διαβάζονται μόνο για να θαυμαστούν, ανταλλάσσοντας δάκρυα, δάκρυα κατεψυγμένα, που περιφέρονται στα βιογραφικά των ψευτοξενύχτηδων. Προσωπικά μιλάω τόσην ώρα. Διακρίνω ένα τέλμα. Ένα στρίμωγμα σε αδιέξοδο δρομάκι, ένα μπούγιο στο στενό της ετερονομίας. Αλλά το νιώθεις κι εσύ Μετά την ποίηση τι να επικρατεί Γιατί δεν μπορεί, δεν μπορεί να τελειώνει η υπόθεση εδώ. Αναζητώ μιαν έξοδο από τούτο το μετάνιωμα. Δε γίνεται να μην υπάρχει κάπου ένα πέρασμα. Έστω ένα λαγούμι που να βγάζει σε ξέφωτο. Σε μια ήσυχη θέα.
Αυτό το ξέφωτο βγαίνει ο Ούτις να αναζητήσει. Τη θέα μιας νέας συγκίνησης:
"[...] κι ένιωσα να μπαίνω πού στο Τεκτονείον μέσα και να κοιτώ από μια γωνιά τους εβδομήντα δύο μάστορες να κουβεντιάζουν όρθιοι σε τράπεζα μακρόστενη που πάνω της είχαν απλώσει τι τη μακέτα της γης
-διαφωνούσαν για το χρώμα του χώματος που θα επέλεγαν-
και τότε κάποιος ξεκλείδωσε το συρταράκι από κάτω τρίζοντας βγήκε προς τα έξω κι είδα μέσα με τα μάτια μου τη Σολομωνική να ξαπλώνει με σαγήνη πάνω στην Παλαιά Διαθήκη
είχανε συμπεθεριάσει για τα καλά ή μήπως ζευγαρώσει πάντως τρόμαξα ένα επιφώνημα το ‘σκασε απ’ τα σπλάχνα μου όλοι οι μάστορες γύρισαν προς εμένα κι είδα τα μάτια τους πέτρινα μέσα λίθινα τα βλέφαρά τους ρίξαν ένα σάβανο να κρύψουν τη μακέτα άρον άρον με διώξανε από κει [...]"