Φρύδια σμιχτά φοβισμένα μου χείλη Προσωπίδα πέτρινη πάνω απ’ το λίκνο μου σπαράζεις, μητέρα Στις δύσκολες νύχτες δυο τούφες μαλλιά ξεριζωμένα - στη γης απιθώνεις κι εκεί μένεις κουτσουράκι από αστραπή καμένο.
Έρχεσαι τότε, αμίλητο ποίημα, λυχναράκι αναμμένο και θαμποφέγγεις στην άδεια μας κάμαρα. Με φτερούγες σπασμένες με βρίσκεις -λαβωμένο γεννήθηκα- προσπαθώ να σε φτάσω.
Σωριάζεσαι λέξεις - στη νύχτα ριγμένες Στα θεμέλια χτίζεσαι - δεν περιμένεις Στοιχειώνουν οι στίχοι σου άδικα ψάχνω "Τράβα καλό μ' , τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα, τον κάτω κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα".