αστροναύτης έφτασα σ’ επίγειο γαλαξία το κράνος μου φωτόνια βομβαρδίζουν τα πάντα στρέφονται γυρίζουν κι εγώ παρατηρώ σε αφασία
εντυπώσεις σαν φωτογραφίες κουνημένες λεωφορεία κόκκινα επιταχύνουν φωτός λωρίδες πίσω τους αφήνουν που μένουν λίγο ξεχασμένες
ο Τάμεσης την πόλη πλένει καταπονημένος νοσταλγώντας ίσως μέρες λαμπερές μες στα λιβάδια νυχτόβιος εργάτης πλέον που δεν του δίνουν άδεια τρέχει και δεν προλαβαίνει, γκρι και κουρασμένος
οι λάμπες ψήνουν το σκοτάδι χωρίς ενδοιασμούς μωβ ατμούς διαχέοντας στον ουρανό τα σύννεφα στραγγίζονται, στάζοντας νερό θολώνοντας τα μάτια με πετρελαίου ιριδισμούς
κι εγώ αόρατος απλώς παρατηρώ εξωγήινος που στην ταχύτητα διακτινίζεται όπως σε κινούμενη ρόδα μια ακτίνα εξαφανίζεται κι απομένει αορίστως στο κενό
το Μάτι του Λονδίνου αντικρίζω ευθέως μπροστά μου να κάνει πως κοιτά την καθημερινή τους δίνη ήλιος που το φως σαν από αγγαρεία δίνει χωρίς να τον απασχολεί ο κάθε κόκκος άμμου