με τούτο δω το ποίημα δεν θα διεκδικήσω καμιά πρωτοτυπία για μένα, τον Μαμωνά και τη malaise du siecle? σαδιστική εξάλλου ήταν πάντοτε η φλέβα του ειδώλου σαν αντάμωνε το μαύρο με τον χρυσό και το θειάφι με το φυτίλι ντενεκέδες κοσμοκαλόγεροι, Εαυτούληδες της πόλης ζυγίζουν νευρόσπαστα τη νοερή αξία μέσα στην ασάφεια του χρόνου και πυκνώνουν και πυκνώνουν ολοένα στα πέπλα της αρένας
Πάμπολλες οι αλήθειες, κι εσύ δεν γνώρισες καμία, Γιγαντώθηκες στη λογική, ποιο να’ ναι το σημάδι,
Στον πύργο της Βαβέλ σκαρφάλωσες στον ουρανό και στον βωμό και πιο πάνω και πιο πάνω και όλο πιο πάνω θέλησες την πτώση να αποφύγεις
μα, εκείνο το φρούτο άλλοτε, μήλο κόκκινο δεν ήταν,