Περιγραφή Πετάει πετάει ψηλά η φρεναπάτη. Πετάει πετάει η σιωπή σε ένα πουλίΤο πουλί της σιωπής πλέκει ένα Σπίτι γεμάτο μνήμες πρώτης κατοικίαςΠλέκει το Σπίτι μου από ξένα χόρτα για να είναι χορτάτο με τσιμέντοΠροτού κλειστεί στην εικόνα μου για διάβασμα με το μέλλον στο ΒιβλίοΜονάχα οι μνήμες εντέλει μου δίνουν και τρώω ένα βαθύ πιάτο φαΐΑπό καυτούς γονείς να τους φυσάς με παιχνίδια και να μην κρυώνουνΤους χορηγώ μια φέτα ξεροκόμματη τρικυμισμένη ζωή για συνοδείαΚαι μέσα στα μάτια τους βλέπομαι. Κρατάω το Σπίτι. Κρατάω μια ΚούκλαΤο πουλί με αφήνει να πιάσω ένα μικρό κλαράκι φυλακισμένο φυτόΕίναι το κλαράκι που έσπασα για να χαζολογήσουν τα δάχτυλά μουΜήπως και περάσει γρήγορα η ώρα της αμηχανίας τους από το παράθυροΚαι δεν μπορεί να κατανοήσει για ποιο λόγο πονάει τόσο πολύ η ΖωήΑπό το κάταγμα που προκάλεσα με τη σκέψη μου στη νεκρή του φύσηΚρατάω ακόμα μια Κούκλα. Κρατάω σφιχτά μια φρεναπάτη. Το ΣπίτιΏστε ο Θεός λοιπόν έφτιαξε τον κόσμο. Κι εγώ που νόμιζα πωςΤο πουλί πλέκει έναν Θεό και του λέει να περάσει μέσα να με δειΘεός έχει γίνει εκείνος που ξεκουράζεται μέσα στο Σπίτι και κοιμάταιΠλάι στην Κούκλα με τις μπαταρίες όσο εκείνη μιλάει και κλαίει μόνηΜια βαθύπλουτη μόνη με ξαπλωμένα τα μάτια της σαν να είναι θάλασσαΠετάει πετάει ο Θεός. Πήρε των ομματιών της η θάλασσα της ΚούκλαςΚαι μέσα στα μάτια της βλέπομαι. Μα κάποιος θα πρέπει να της τα κλείσειΚαλύτερα ο κλειστός χώρος που θα φύγει τελευταίος από το δωμάτιοΜαζί με το τελευταίο δάχτυλο του διακόπτη. Κρατάω το Σπίτι. Το ΒιβλίοΗ Κούκλα με τις μπαταρίες είμαι ο ίδιος εγώ. Και ένα κουρασμένο μωρόΟ αρσενικός μονόλογός της. Στο πίσω μέρος του μυαλού ενός ΣπιτιούΌμως ο μονόλογος δεν είναι από πλαστικό παίξε-γέλασε και δεν αντιμετωπίζεται ευθέως.Κρατάω μια Κούκλα. Κρατάω μια φρεναπάτηΕγώ είμαι ένα γιγαντιαίο μωρό που παίζει δυστυχώς ακόμα με τιςΚούκλες. Το Σπίτι. Και τον μονόλογο. Και μέσα στα μάτια του βλέπομαιΕγώ μωρό. Κι αυτός ένας ερασιτέχνης αγριάνθρωπος. Με κρατάει αγκαλιάΕλπίζω να τα καταφέρει.