Περιγραφή Η εκχώρηση απαίτησης εκ του νόμου προβλέπεται σε πολυάριθμες διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου. Οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι ΑΚ 319, 488, 858, 1234 εδ. β', 1298 και 1490 παρ. 2, η ασφαλιστική υποκατάσταση (άρθρο 14 παρ. 1 ν. 2496/1997) και η κοινωνικοασφαλιστική υποκατάσταση (άρθρο 10 παρ. 5 ν.δ. 4104/1960). Σημείο αναφοράς της εκχώρησης απαίτησης εκ του νόμου είναι ότι η ικανοποίηση του δανειστή από πρόσωπο διαφορετικό από τον οφειλέτη (τρίτο) δεν συνεπάγεται την απόσβεση της ενοχής. Αντιθέτως, η ενοχή διατηρείται και η απαίτηση μεταβιβάζεται αυτοδικαίως από το νόμο στον τρίτο, ο οποίος έτσι αποκτά ως νέος δανειστής δικαίωμα αναγωγής κατά του οφειλέτη. Με τη ρύθμιση αυτή υπηρετείται η αποκατάσταση της δικαιοπολιτικά μη αποδεκτής περιουσιακής ανισορροπίας που θα ανέκυπτε σε βάρος του τρίτου είτε σε περίπτωση που ο δανειστής ικανοποιούνταν, αλλά διατηρούσε το δικαίωμα να στραφεί κατά του οφειλέτη, είτε σε περίπτωση που μετά την ικανοποίηση του δανειστή ο οφειλέτης απαλλασσόταν από το χρέος του. Υπό το πρίσμα αυτό, η ανά χείρας μελέτη επιδιώκει, αξιοποιώντας την πλούσια ιστορική και συγκριτική συζήτηση, να αναδείξει τα αστικοδικαιικά δογματικά θεμέλια της εκχώρησης απαίτησης εκ του νόμου ως μηχανισμού αναγωγής και, με τον τρόπο αυτό, να την εντάξει αξιολογικά-τελολογικά στο σύστημα των θεσμών και μηχανισμών αναγωγής του ενοχικού δικαίου και να συμβάλλει στην επίλυση των πρακτικών προβλημάτων που ανακύπτουν στις σχέσεις μεταξύ του δανειστή, του οφειλέτη και του τρίτου.