Περιγραφή «Το προσωπικό κίνητρο για τη μελέτη της Ερμούπολης ενισχύθηκε από τη γοητεία που είχε η δημιουργία μιας πόλης εκ του μηδενός μέσα στο καμίνι της Ελληνικής Επανάστασης και η πράγματι εντυπωσιακή ανάπτυξή της: αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες πόλεις του ελληνικού κράτους τον 19ο αιώνα και συγχρόνως σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο του διεθνούς εμπορίου μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η εμβέλεια του οποίου ήταν αισθητή στις δύο πλευρές του Αιγαίου και γενικότερα στην Ανατολική Μεσόγειο. Ήταν φανερό ότι τις τύχες της πόλης στην περίοδο της ακμής της διεύθυνε μια αστική τάξη που διατηρούσε, λόγω της οικονομικής της δύναμης, αρκετή ανεξαρτησία από την κεντρική εξουσία και μπόρεσε να αποτυπώσει τις απόψεις της στη φυσιογνωμία του οικισμού αλλά και σε πολλές όψεις της κοινωνικής ζωής.Η εντύπωση που προκάλεσε η Ερμούπολη στον νεαρό βασιλιά Γεώργιο Α΄ κατά την πρώτη επίσκεψή του σε αυτήν -ο οποίος είπε ότι του θύμισε το Λίβερπουλ- μου έδωσε αφορμή για το πρώτο σκέλος του υπότιτλου του βιβλίου. Ένα άλλο κίνητρο, ίσως το πιο ελκυστικό, ήταν να ερευνηθεί πώς βίωσαν οι Ερμουπολίτες την παρακμή της πόλης τους από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ποιες αντιστάσεις και εναλλακτικές λύσεις πρόβαλαν, ποιες αντισταθμίσεις αναζήτησαν για να διατηρήσουν κάπως τις παλαιές ισορροπίες, όχι μόνον οικονομικές. Εδώ ξεχωρίζει η τολμηρή απόφαση μερικών κεφαλαιούχων της να ιδρύσουν μεγάλες κλωστοϋφαντουργικές μονάδες στο γύρισμα του αιώνα, να απασχολήσουν εκατοντάδες άνεργων ή υποαπασχολούμενων ανδρών και πλήθος γυναικών. Δημιουργήθηκε έτσι μια πραγματική βαμβακούπολη, που το όνομά της δόθηκε στο δεύτερο σκέλος του υπότιτλου του βιβλίου.Με τον νέο αυτόν οικονομικό προσανατολισμό η πόλη μπόρεσε να διατηρήσει μια σημαίνουσα θέση μεταξύ των μεγάλων ελληνικών επαρχιακών πόλεων. Κι εδώ η άφιξη μερικών χιλιάδων Μικρασιατών προσφύγων τόνωσε πληθυσμιακά την κοινωνία και επέτρεψε ποικίλες αλληλοσυμπληρώσεις. Από τις αρχές, ωστόσο, της δεκαετίας του 1930 η πόλη θα βιώσει και αυτή τη μεγάλη οικονομική κρίση. Στην Κατοχή θα χάσει από την πείνα περίπου το 1/3 του πληθυσμού της, ποσοστό θνησιμότητας μεγαλύτερο αναλογικά και από αυτό της Αθήνας. Η μεταπολεμική πραγματικότητα θα είναι οδυνηρή. Με δυσκολία επουλώνονται οι πληγές της ξενικής κατοχής, ενώ προστίθενται νέες λόγω του Εμφυλίου, με το τέρμα του οποίου σταματά και η αφήγηση».