Περιγραφή Α' Το πρώτο κλειδί κάτω από την πέτρα με φύλακα ένα σκουλήκι και μια αμυδρή αγωνία πριν το βρεις. Μπαίνουμε στην αρχαία αυλή με την ολόφρεσκη αναρχία της το πλέγμα της κληματαριάς τώρα γυμνό τη σκεπάζει. Σωρός τα φύλλα, πορτοκαλιά, κίτρινα και καφετιά, προχωρημένος μαρασμός, σχεδόν πορεία στη σήψη καλύπτουν κάθε σπιθαμή του τσιμέντου. Μια απρόσμενη οσμή λουλουδιών θα είναι η μουσμουλιά που ανθίζει το χειμώνα. Το βουνό κατάλευκο και κοντινό, παραστάτης, παρουσία, βάρος, ασφάλεια και φόβος λάμπει στο φως, λάμπει και στο σκοτάδι. «Σαν πυγολαμπίδα», θα φωνάξουν δυο παιδιά περνώντας πάνω σε ποδήλατα τη νύχτα. Ανοίγουμε τις πόρτες με τα διαδοχικά κλειδιά, σπρώχνοντας με όλο μας το σώμα χέρια, ράχες και γοφοί, πάνω τους τρίβονται και χτυπιούνται το σπίτι τρίζει και ανοίγει απρόθυμα σκοτεινό και σκονισμένο. Και μετά απ' όλο αυτόν τον σαματά κάτι που διστάζει, μια παύση μέσα στα δωμάτια. Οι όγκοι των άδειων κρεβατιών οι ανάσες μας παγωμένες να χορεύουν δίπλα στα κεφάλια μας. Πρέπει τώρα να παραμερίσουμε τα φύλλα, να σκουπίσουμε το χώμα μαζί με μια ντουζίνα νεκρά σκαθάρια μαύρα και άθικτα σαν πετραδάκια. [...]