Περιγραφή Εσάνθημα (το) ουσ. [<αρχ. ἐσάνθημα < ἐσανθῶ< ἔσω + ἀνθῶ] εσωτερική αλλοίωση ψυχικής φύσεωςπου προκαλείται από εξωγενείς νοσογόνους παράγοντες| (μτφ.) εσωτερικό άνθισμα.Ο τίτλος της παρούσας συλλογής είναι μια λέξη που δεν υπάρχει και δεν έχει τη θέση της σε κανένα λεξικό εκτός από εκείνο της φαντασίας. Τα εσανθήματα - όπως τα εξανθήματα - αν αγνοηθούν εξαπλώνονται. Απαιτούν αναγνώριση, προσοχή και φροντίδα. Στην περίπτωσή τους, η ύφεση και η ανακούφιση επιτυγχάνεται με τις λέξεις. Τις λέξεις και το φως που τρεμίζει μέσα τους.-[...]ξεγλιστρώαπό του φόβου τ' αγκίστρικαι τσακίζομαιστα τοιχώματα της γυάλαςχτενίζω το μυαλό τρις ημερησίωςλευκές χωρίστρες επιμελώς τραβώπάνω στο μαύρο[...]