Στη μέση της πλατείας ένα χελιδόνι ξυπνά. Στα φτερά του κάκτοι στρογγυλοί σαν βράχοι και ποτάμια της Σαχάρας. Θα μπορούσε να είναι καλοκαίρι. Κλείνει τα μάτια. Ακόμα έχει καιρό να γίνει σύννεφο.
Στις τέσσερις φύσαγε βοριάς, στις πέντε, το παιδί έφερε ένα χαρτόνι σύννεφα. Μισά τα έκρυψε στις τσέπες του, μισά τα χάρισε στον ορίζοντα.
Πόρνη και πατρίδα η πόλη αυτή δίνεται σε όλους και σε κανέναν. Τι κι αν καθαρίζεις όλες τις κρύπτες της ψυχής, Πάντα μια γωνία, πάντα μια λέξη χωρίς ήλιο στέκει στη μέση μιας άγνωστης μέρας.