Περιγραφή Ήμασταν ήδη ώρα πια στην αγκαλιά της Μεσογείου, με τα πόδια μας, ολόδροσα, να βρέχονται απ τις ακτές του Ιονίου, έτσι που απ τα δυτικά η θάλασσα εισχωρούσε απ το άνοιγμα, το οποίο υπήρχε στο μέσον του ολοστρόγγυλου των υδάτων, σε αυτό το σαν Ω σχήμα, την ιδανική φωλιά σχηματίζοντας για τον Έρωτα.Ως κι ο Ήλιος πήρε, όταν μας είδε, μακριά τις ακτίνες του, από αγάπη για τον άνθρωπο, φιλοτεχνώντας, καθώς έδυε σιγά-σιγά, εικόνες πολύχρωμες, μαγευτικές, ισάξιες των ομηρικών ειδυλλιακών τοπίων, κοινωνός κι εκείνος μαζί μ εμάς στην ομορφιά της καλλίκαρπης,αμπελόεσσας γης των ανθών του ελαίου με το κρασύ πέλαγο.Ω γαία Ελληνίς, τα χρώματά σου λειτουργούν ποιητικά με λεπτή τη διάκριση ανάμεσά τους!Ο σπινθηρίζων ρόδινος ορίζοντας διαχώριζε σε ζώνες τη θάλασσα, μετατρέποντάς την από κιτρινωπή γλυκιά σε μαβιά ζεστή, κοκκινωπή μετά, «μέσω ενί οινόπι πόντω» σε μια αλς μαρμαρέη, απαστράπτουσα σαν στον Όμηρο, κι εκεί που το πέλαγος συναντούσε τον ορίζοντα την καθιστούσε κυανοπράσινη χλοερή, πλούσια, φωτεινή, καθαρή και φιλόξενη.Ένα διάχυτο, ασαφές κι απερίγραπτο χρώμα, με μια οπτική αίσθηση κινητικότητας σε ελαφρύ κυματισμό, ύστερα έλουζε τα ύδατα και τα πρόσωπά μας. Πορτοκάλινο κροκί, λαδί καναρινί, κοραλλί μελί, ώσπου ένα χρυσαφένιο πορτοκαλί επικάθησε των υδάτων μ ένα διάφανο συνεχόμενο σμαραγδί στις όχθες τους, ώρα ικανή, ίσαμε να δύσει ο ήλιος, το οποίο έκανε τη θάλασσα υγρό χρυσό.Οι ξανθές αποχρώσεις του χρυσού σε κάθε εναλλαγή τους σπίθιζαν στα βλέμματά μας σαν παλλόμενες φλόγες στον άνεμο, αναζωπυρώνοντας τη θαυματουργό εκείνη αίσθηση που είχαμε ως παιδιά στο πρωταντίκρισμα της θάλασσας και του ηλιοβασιλέματος, που ακόμα και ο ήλιος έστησε τότε το κλειόμενο αργά-αργά όμμα του, θέλοντας, πριν δύσει, να ρίξει την τελευταία του ματιά σ αυτήν την ωραιότητα.Δύο δέντρα δίπλα μας ήταν σαν να φιλιούνται! Η σκέψη μας σταμάτησε μπροστά στα δύο αυτά αγκαλιασμένα δέντρα. Το ένα, συστρέφοντας σαν μπράτσα δύο κλαδιά του, έσφιγγε μ αυτά το άλλο, κλείνοντάς τα πίσω του. Το άλλο κρατούσε αυτό το αγκάλιασμα κι άπλωνε το λείο, ίσιο και λεπτό ανάστημά του προς τον ουρανό, σ ένα ταξίδι στο διάστημα. Συνδεδεμένα και τα δύο για πάντα, μεγάλωναν μαζί ανακατεύοντας τους χυμούς τους και το αίμα τους. Ένα άλλο χόρευε στα ελαφρά λικνίσματα του ανέμου και όλη η φύση φάνταζε σαν γυναίκα που χορεύει γυμνή, όπως την παρασταίνει ο Σολωμός.Δέρκομαι, όπως θα έλεγε ο Όμηρος, αυτός ο ασύγκριτος παρατηρητής της φύσης και του κόσμου."